Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Ω, τι κόσμος, μπαμπά.


Στην αρχαία Ελλάδα, όταν πέθαιναν οι αγαπημένοι τους (αλλά και οι μισητοί τους, υποθέτω, οι αρχαίοι Έλληνες ήταν τυπικοί σ’ αυτά, δε χωρούσαν οπαδικά), τους έθαβαν νύχτα, απαραιτήτως, πριν μολυνθεί η νέα μέρα από το νεκρό σώμα, και μετά έκανα μνημόσυνα την τρίτη μέρα, την ένατη μέρα και την τριακοστή μέρα μετά το θάνατο.
Σήμερα, οι νέοι Έλληνες, επηρεασμένοι και υποψιασμένοι από την καινούργια θρησκεία, κάνουμε σχεδόν τα ίδια πράγματα όταν πεθαίνει ο κόσμος, με κάποιες αλλαγές, για να μην καρφωνόμαστε ότι στην ουσία η παρηγορητική πρακτική δεν έχει διόλου αλλάξει, κι ας έχει αλλάξει το όνομα του Θεού. Έτσι, αντί για την τριακοστή μέρα, το μνημόσυνο γίνεται την τεσσαρακοστή.
Το ζήτημα, όμως, παραμένει το ίδιο: ας αποχαιρετήσουμε σχεδόν οριστικά αυτόν που έφυγε από κοντά μας (γρήγορα, αργά, δίκαια, άδικα, όποιος κι αν ήταν ο τρόπος) κι ας συμφιλιωθούμε με την απουσία.
Σήμερα, εμείς, στην 36η μέρα, διότι λόγω επαγγέλματος δικού μου, είμαστε κοντά στην αρχαία Ελλάδα, κι είπαμε να μοιράσουμε τη διαφορά, κάναμε το μνημόσυνο του μπαμπά μου.
Ο μπαμπάς μου έφυγε στις 16 Σεπτεμβρίου του 2018, κι από τότε, εντελώς τετριμμένα και κοινά και επαναλαμβανόμενα, ο κόσμος (και ο Κόσμος) φτώχυνε ελαφρώς. Ο κάθε μπαμπάς κάθε ανθρώπου είναι φοβερό όταν πεθαίνει, θα ήθελα να ευχηθώ να μην το ζήσει κανείς από εσάς, αλλά δε γίνεται, θα το ζήσετε. Και δεν έχω και πολλά να σας πω, δηλαδή, μόνο ότι δεν θα είστε ποτέ έτοιμοι για κάτι τέτοιο.
Εγώ δεν ήμουν, κι ας ήταν άρρωστος και ανήμπορος, ευτυχώς όχι πολύ καιρό, λίγους μήνες μόνο, πριν φύγει. Θυμάμαι, όταν μάθαμε για την αρρώστια του, κάθε βράδυ έλεγα στον εαυτό μου «ο μπαμπάς θα πεθάνει» μπας και το χωνέψω, αλλά δεν το χώνεψα. Δεν ετοιμάστηκα. Δεν τον έβλεπα και πολύ, γιατί ήμουν μακριά, και ενδεχομένως να ήταν καλύτερα έτσι, γιατί εγώ τώρα θυμάμαι τον μπαμπά μου, που είχε τόσο μεγάλη κοιλιά που για να ξαπλώσει μπρούμυτα στην παραλία, έσκαβε ένα μικρό λάκκο.
Στην ίδια παραλία, που άραζε τη βάρκα όταν έβγαινε για παραγάδι με τους θείους μου, στην ίδια παραλία που έβλεπα την ανατολή, όταν με έπαιρνε μαζί του για να σηκώσουμε το παραγάδι, αχάραγα ακόμα, μόνο όμως όσο ήμουν παιδάκι, γιατί όταν μου ήρθε περίοδος, δε με παίρνανε πια, ήταν κακή τύχη για την ψαριά γυναίκα στη βάρκα.
Οι ψαριές, βέβαια, ήταν πάντα πολύ καλές, κι ας ήταν ο μπαμπάς περιτριγυρισμένος από γυναίκες, σύζυγο και 3 κόρες. Τη γάτα που είχαμε, που ήταν κι αυτή θηλυκό, ο μπαμπάς την έλεγε Μήτσο, δεν αντέχω, έλεγε, κι άλλη γυναίκα μες στο σπίτι (έγραψα λέει, το έσβησα και το έκανα έλεγε).
Δεν ξέρω μέχρι πότε μπορώ να γράφω ιστορίες για το μπαμπά μου, ξέρω γω, μέχρι αύριο, σίγουρα. Θα σας πω την ιστορία που λέω και στους τουρίστες μου (στους καλούς μόνο, όχι σε όλους, οι καλές ιστορίες δεν είναι για τους κακούς τουρίστες).
Ο μπαμπάς μου γεννήθηκε σ’ ένα χωριό κοντά στη Λαμία. Ο πατέρας του ήταν κτηνοτρόφος, κι είχε κι έναν αδερφό. Όταν μεγάλωσαν λίγο τα παιδιά, αποφασίστηκε ότι ο μπαμπάς μου θα έφευγε για σπουδές, κι ο θείος μου θα έμενε στο χωριό να αναλάβει το κοπάδι. Ο παππούς μου, στα νιάτα του, πολέμησε με το βασιλιά (τον Κωνσταντίνο-μη ρωτάτε τώρα πως τα εξηγώ αυτά στους τουρίστες), με αποτέλεσμα να είναι μέχρι το τέλος σκληροπυρηνικά βασιλικός. Πρώτα πέθανε ο παππούς και μετά κατέβηκε η φωτογραφία του βασιλιά απ’ τον τοίχο. Ο μπαμπάς μου, όμως, όταν έφυγε από το χωριό και κατέβηκε στην Αθήνα να σπουδάσει δικηγόρος, ανακατεύτηκε με τα πολιτικά. Φευ, από την άλλη πλευρά…
Στην Αθήνα, ο μπαμπάς έκανε πολλούς φίλους, σπούδασε όντως νομικά, γνώρισε την Αριστερά και την ηράσθη (τη μαμά μου επίσης, και γνώρισε και ηράσθη). Φτώχεια καταραμένη, δε θυμάμαι πολλά, κάτι για μια φασολάδα στα 3 με 2 δραχμές, με συμπαθάτε, ας αφήσουμε τη φαντασία και το ρομαντισμό να χρωματίσει κομψά εποχές που στην ουσία ήταν εξαιρετικά άκομψες.
Σε κάθε περίπτωση, ο μπαμπάς μου ανακατεύτηκε με την Αριστερά και τον κομμουνισμό. Έβγαινε, έμπαινε, έτρεχε, τον κυνηγούσαν, μιλούσε, ρητόρευε, φώναζε, διάβαζε, συζητούσε, δε θέλει και πολύ.
Τω καιρώ εκείνω, βέβαια, η Αθήνα ήταν πολύ μικρότερη, πόσω μάλλον για τα νεαρά παιδιά που έρχονταν από το χωριό να σπουδάσουν, κι οι γονείς ζητούσαν από τους συγγενείς που ζούσαν στη μεγάλη πολιτεία να τα προσέχουν. Ως εκ τούτου, πολύ γρήγορα, τα νέα έφτασαν στα αυτιά του παππού μου, ότι ο γιος του ο δικηγόρος έγινε κομμουνιστής. Ο παππούς κλονίστηκε. Στέλνει στον μπαμπά μου το λεγόμενο καμένο γράμμα, απειλητικό σημείωμα, προειδοποίηση βαριά σαν την κορνίζα του βασιλιά.
Αγαπητέ μοι υιέ Τριαντάφυλλε,
Μαθαίνω ότι ξακρίζεις ωσάν το χαμένο πρόβατο. Συμμαζέψου, γιατί στο τέλος θα σε φάει ο λύκος.
Ομολογώ ότι δεν γνωρίζω επακριβώς τι ακολούθησε. Οι αδελφές μου σίγουρα θα ξέρουν καλύτερα. Αυτό που λέω στους τουρίστες είναι ότι το καμένο γράμμα υπάρχει ακόμα στην οικογένεια, και μολονότι ο μπαμπάς μου δε συμμαζεύτηκε, παρόλαυτα ούτε ο λύκος τον έφαγε. Εκτός αν θεωρήσουμε λύκο τον έρωτα. Διότι μετά ο μπαμπάς μου γνώρισε τη μαμά μου, παντρεύτηκαν, έφυγαν από την Αθήνα, εγκαταστάθηκαν στη Λαμία και ο παππούς μου αγάπησε τη νύφη του, κι ας είχε μεγάλη γλώσσα (η μικρή της κόρη της έμοιασε), οπότε συγχώρησε τον υιό του, και έφυγε γαλήνιος.
Αυτός ήταν ο μπαμπάς μου. Βασικά, ασυμβίβαστος.
Έφυγε όπως ήρθε, πιστός στις ιδέες του και στην ψυχή του. Δεν κατείχε απολύτως τίποτα, δεν είχε καμία περιουσία, παρά το αστείρευτο πνεύμα του.
Όταν σε μεγαλώνει ένας τέτοιος άνθρωπος, ειλικρινά δεν ξέρω αν μπορείς να γίνεις μεγάλος ή μικρός.
Όταν έφυγε, ένας παλιός μου συμμαθητής και φίλος μου έστειλε ότι είναι σίγουρος ότι ο πατέρας μου έφυγε περήφανος για τον υπέροχο, έξυπνο, καλό άνθρωπο που έφερε στον κόσμο.
Ελπίζω.
Ω, τι κόσμος, μπαμπά.

Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

Τρέχοντας τον κόσμο.


Λοιπόν, ναι, εδώ είμαστε ακόμα, γυρνάμε τον κόσμο, πάμε, ερχόμαστε, κι όπως έγραψε και μια συνάδελφος, ο χρόνος ταυτόχρονα επιμηκύνεται και συρρικνώνεται, κι είναι ακόμα Απρίλης, βάλτε με το νου σας τι έχουμε να πάθουμε ως τον Οκτώβριο.
Άνοιξε η σεζόν, άνοιξε η τύχη μας, άνοιξαν οι άκρες από τα μαλλιά μας, μαύρισαν τα πόδια μας, λίγο η ψυχή μας καθώς αφήνουμε πίσω μας τις αγάπες μας για να κυνηγάμε αστραλοπίθηκους, κι ενώ οι υπόλοιποι ψάχνουν σε ποιόν αγώνα θα πάνε και πόσες μέρες θα κολλήσουν στην Πρωτομαγιά, εγώ μόλις γύρισα από ένα μαγευτικό τετραήμερο.
Πριν απ’ αυτό, δε, έτρεξα, φίλοι μου κι αδελφοί, τον τελευταίο αγώνα της σεζόν και παραλίγο της ζωής μου, διότι κόντεψα να αφήσω την τελευταία μου πνοή πάνω στο βουνό, στην Οίτη, συγκεκριμένα, δεν ξέρω αν έχετε πάει, εγώ είχα διαβάσει πως είναι ανώμαλο βουνό, στους πρόποδες έχει απότομες πλαγιές και ψηλά έχει λιβάδια και οροπέδια. Τα λιβάδια μας τα ‘χε πει κι ο κόουτς, θα τρέχετε, έλεγε, σε κάτι ωραία, πράσινα, αφράτα λιβάδια και θ’ ανεμίζουν οι κοτσίδες σας, εγώ όταν κατάφερα να φτάσω σε εκείνα τα λιβάδια, έβριζα θεούς, δαίμονες, τον κόουτς, τις κοτσίδες μου τις είχα φάει, και τα λυσσακά μου επίσης. Ποιος να ξέρει ποιο πνεύμα αρχαίο και ταραχοποιό με κατέλαβε κι αποφάσισα να τρέξω 14 χιλιόμετρα ανήφορο, δίχως μία σταφίδα για ανεφοδιασμό. Περνούσα μπροστά από κάτι νεκροταφεία κι έλεγα, να θα μπω μέσα να ξαπλώσω από τώρα, να ησυχάσω.
Εκεί στους αγώνες βουνού που πάμε και που εσείς μην πάτε ποτέ, ευχή και κατάρα, πίσω από όλους τους δρομείς, στο τέλος, τρέχει η λεγόμενη σκούπα, ένας με μηχανή δηλαδή, επιφορτισμένος με το καθήκον να μαζεύει τα πτώματα. Ένα θα σας πω. Άκουγα τη μηχανή. Με τα πολλά, ακόμα δεν ξέρω πως μου συνέβη αυτό, τερμάτισα. Κλαίγοντας. Σίγουρη ότι δεν κάνω γι’ αυτό, οικτίροντας τον εαυτό μου και δίχως την ελάχιστη ικμάδα ενέργειας. Είπα, πάει, κρεμάω τα παπούτσια μου διά να μην κρεμαστώ εγώ.
Όπως καταλαβαίνετε, βέβαια, μετά από μια μπανανιά μπανάνες κι ένα μοσχάρι με μακαρόνια κοκκινιστό, μου πέρασαν όλα. Δύσκολος αγώνας, αλλά παπούτσια δεν κρεμάστηκαν ούτε και κανένας άλλος.
Μετά από τα 14 χιλιόμετρα, δενξερωπως, ξεκίνησα το πρώτο τετραήμερο της σεζόν. Ακόμα γελάνε τα μάρμαρα. Την πρώτη μέρα, για διάφορους λόγους που τώρα δεν είναι της παρούσης, έπρεπε 2 λεωφορεία να πηγαίνουμε παράλληλα. Κάναμε την ηλιόλουστη Αργολίδα, πάρα πολύ ωραία, Ισθμός, Μυκήνες, Ναύπλιο, Επίδαυρος, γοητεία. Ο ένας οδηγός έτρεχε, ο άλλος σερνόταν, ένας χανόταν από το ένα γκρουπ, ένας κατουριόταν από το άλλο, και στη μέση δυο ξεναγοί να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα. Με τα πολλά φτάσαμε στην Ολυμπία. Να ‘χω μια θεια μες στο λεωφορείο, που έφυγε από τον Καναδά με πνευμονία, για να μαζέψει ήλιο στην Ελλάδα να γιάνει. Να βήχει σαν δεινόσαυρος, να φταρνίζεται 12 φορές στη σειρά, να φυσάει μύτη, να βαριαναστενάζει, και να έχει κάτσει και πρώτη θέση, πίσω από τον οδηγό, ο οποίος κάθε φορά που έβηχε η θεια, άνοιγε διακριτικά το παράθυρο και μετά περνούσε τιμόνι και βολάν γενικώς με αντισηπτικά μαντιλάκια. Σε λίγο, που είχαμε νέα κρίση βήχα, πάλι από την αρχή, παράθυρο, μαντιλάκια. Κι αυτό τώρα σε επανάληψη. Η ξεναγός έπαθε κλονισμό.
Την τρίτη μέρα κατά τας γραφάς, μαζεύω ακόμα μερικούς από τους Δελφούς, που είχαν μόνο διήμερο, και πάμε όλοι μαζί στα επιβλητικά Μετέωρα. Και Μετέωρα, που γενικώς δεν έχω χειρότερο, και βήχουσα-παράθυρο-μαντιλάκι και δίγλωσσο και καμία σωτηρία δε φαινόταν. Έχω, το λοιπό, στο γκρουπ ένα ζευγάρι από τη Νότιο Αφρική, με άχυρα αντί για μυαλό. Μονδέλα και οι δύο. Τι να το κάνεις; Άχυρα. Λέγω, λοιπόν, πριν τα Μετέωρα, ότι καλό είναι να φορέσωμε κάτι σεμνόν την άλλη μέρα, όχι σορτς, κοντές φούστες, κλπ (άλλη φορά θα σχολιάσω ότι οι κοντές φούστες μας μάραναν στα Μετέωρα, στις οδούς της οικονομικής απωλείας). Κατεβαίνω στη ρεσεψιό να φύγουμε, η κοπέλα φορούσε κάτι σε φούστα, ανεπαρκούς μήκους. Το δε αγόρι φορούσε ένα σορτσάκι τόσο κοντό και στενό, που μη σας πω καλύτερα. Η κοπέλα στη ρεσεψιόν ακόμα γελάει, άμα τους πας έτσι πάνω, μου λέει, τράβα ρε συ ένα βίντεο να γελάσουμε. Τους κοιτώ. Με κοιτούν. Θα αλλάξουμε, μου λένε. Αλλάζουν. Βάζει ο νεαρός ένα τζιν με γυρισμένα μπατζάκια εννοείται και η νεαρά ένα κολάν. Ας άφηνε τη φούστα καλύτερα. Όπως είπε κι ο οδηγός, κόντευε να μιλήσει, το ξέρετετι.
Δεν περιγράφω άλλο. Ευτυχώς είχε τόσους Κινέζους στα μοναστήρια που δε μας πήρανε χαμπάρι και μας βάλανε.
Μετά από όλα αυτά, φτάσαμε στην Αθήνα ευτυχείς που αποχωριζόμασταν ο ένας τον άλλον, εγώ γύρισα στο σπιτάκι μου με τόση χαρά και με πονεμένα πόδια κι ετοιμάζομαι για νέες περιπέτειες, μέσα στις οποίες περιλαμβάνεται και η προπόνηση για το μαραθώνιο, εκεί να δείτε γέλιο, να για παράδειγμα σήμερα μου λέει ο κόουτς, Κατερίνα, αύριο θα ζυγιστείς, χαχαχαχαχαχαχαχαχα, όπως είδα και προχτές στο fb, ρε πως παίρνουν πτυχία, είναι επικίνδυνοι, άκου θα ζυγιστείς, εγώ που πρώτα θα βάλω τηλεόραση στο σπίτι μου και μετά ζυγαριά.
Λοιπόν, επειδή δεν ξέρω πως θα είναι η ζωή μετά το ζύγισμα, μπορεί να σταματήσει ο Κόσμος να γυρίζει, σας αφήνω με όλη μου την αγάπη και με λίγο ιδρώτα.

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Οι παπαγάλοι του Κόσμου.


Αγαπημένοι μου φίλοι, συναγωνιστές, πιστοί μου αναγνώστες και συνοδοιπόροι, καταρχάς διάβασα προχτές κάπου ότι τα μπλογκζ έχουν πεθάνει και αγχώθηκα. Μήπως κάνω κάτι που δεν έχει θέση στο σύγχρονο κόσμο; Δε θα το ήθελα αυτό καθόλου, δεν ξέρω, εσείς τι λέτε;
Μετά σκέφτηκα ότι ο Κόσμος δε γίνεται να πεθάνει, ο Κόσμος είναι ιδεολογία, είναι ο Κόσμος, δε γίνεται να πεθάνει. Μόνο για λίγο καιρό ξαποσταίνει.
Ξαποσταίνει λοιπόν για λίγο, διότι, όπως λέει και μια παλιά κινέζικη παροιμία, όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες. Κότες δε με φάγανε, αλλά μ’ έχουν φάει οι προπονήσεις προς το παρόν, κι επειδή ανέβασα λέει ταχύτητα κι άρχισα να τρέχω πιο γρήγορα, έλαπαναγίαμου, έζησα να το ακούσω κι αυτό, μ’ έπιασε ένας πόνος στο ισχίο, μάλλον κάτι έχει τραυματιστεί και πρέπει λίγο να ξαποστάσω.
Έχω να τρέξω μια βδομάδα, σήμερα έχασα κι έναν αγώνα, απ’ αυτούς τους ωραίους, στα βουνά, με μπόλικες λάσπες, ανηφόρες, κοτρώνες, μονοπάτια, απόλαυση, ο σημερινός είχε κι ένα νταμάρι έμαθα, να πάρει, χάσαμε το νταμάρι, και πολύ έχω στενοχωρηθεί. Ελπίζω να μη χάσω τον ημιμαραθώνιο και πάνε στράφι όλα τα πρωινά που άσθμαινα μέσα στο καυσαέριο.
Αφού δεν τρέχω, το λοιπό, έπρεπε να βρω κάτι άλλο να κάνω.
Ξεκίνησα να δουλεύω. Μεγάλη επιτυχία. Καταρχάς, ήταν σα να μην είχε περάσει μια μέρα από την τελευταία φορά που δούλεψα, που ήταν πριν από 3 μήνες. Το γκρουπ, σαν ανέκδοτο, 3 Ινδοί, 2 Αμερικάνοι κι ένας Πακιστανός. Ο οδηγός, μορφή. Πολύ άσπρος είναι αυτός, μου λέει. Σίγουρα είναι Πακιστανός; Μαύροι δεν είναι αυτοί; Έχει και άσπρους Πακιστανούς, του λέω. Ρε, απαντάει, δεν είναι Πακιστανός, μας δουλεύει. Δεν έδωσα συνέχεια.
Πήγαμε, ήρθαμε, οι Ινδοί κουνούσαν τα κεφαλάκια τους, οι Αμερικάνοι κοιτούσαν τα κινητά τους, εγώ πετούσα κάτι μαργαριτάρια, Θεέ μου, καμιά φορά τι ακούνε κι αυτοί οι τουρίστες, να τα λέμε κι αυτά, σα να μην πέρασε μια μέρα, σας λέω. Τι θα ζήσουμε και φέτος.
Είμαι έτοιμη, όμως, να αντιμετωπίσω τα πάντα. Μόνο τον αποκλεισμό από τον ημιμαραθώνιο δε θα αντέξω, όλα τα άλλα θα τα δεχτώ. Έχω και καινούργιες ιστορίες να λέω για την Αθήνα, είμαι πανέτοιμη, σας λέω.
Να, προχτές, έμαθα κάτι πολύ ενδιαφέρον. Μπαίνω σ’ ένα ταξί, Δευτέρα πρωί, είχε τρελή κίνηση, έβρεχε κιόλας, με τα πολλά φτάνουμε στην Αμαλίας, περνάμε έξω από τον Εθνικό Κήπο, να κοπελιά, μου λέει ο ταξιτζής, βλέπεις εκεί τους παπαγάλους στα δέντρα;
Εδώ να κάνω μια παρένθεση και να πω ότι εδώ στις Αθήνες υπάρχει τωόντι μια πολυπληθής κοινότητα πράσινων παπαγάλων, που έχει πάρει τις διαστάσεις αστικού μύθου. Από πού ήρθαν οι παπαγάλοι; Γιατί; Τι σκοπό έχουν; Μιλάνε; Τι λένε; Εδώ, μου τα αποκάλυψε όλα ο ταξιτζής.
Τους βλέπω, λέω. Ξέρεις, με ρωτάει, ποιος τους έφερε; Όχι, λέω, αφενός γιατί όντως δεν ξέρω αφετέρου γιατί ήθελα να μάθω.
Εγώ, μου λέει, είναι 2500 παπαγάλοι κι είναι όλοι δικοί μου.
Άλαλα τα χείλη των ασεβών.
Ναι, συνεχίζει ο προμηθευτής παπαγάλων, πριν από 30 χρόνια που ήμουν ναυτικός (ο τύπος δεν ήταν άνω των 40), είχα φέρει από τη Σρι Λάνκα 6 παπαγάλους για αναπαραγωγή, αλλά επειδή δεν γεννούσαν, αποφάσισα να τους αφήσω ελεύθερους. Ε, έξω από τη σκλαβιά, οι παπαγάλοι γέννησαν και τώρα είναι 2500. Το ξέρω, μου λέει, γιατί όταν ήρθα εδώ στον κήπο να τους ελευθερώσω, είπα σ’ έναν τύπο να τους έχει στο νου του (ο τύπος τους παπαγάλους, με παρακολουθείτε;), κι αυτός, λέει, τους είδε που έφτιαξαν φωλιές και μετά πήγαν και σε άλλα μέρη της πόλης (και έφτιαξαν κι εκεί φωλιές, προφανώς).
Δε μιλώ. Τι να πω, άλλωστε.
Συνεχίζει, παιδιά, ο ταξιτζής. Ακούς, μου λέει, κοπελιά, δεν πέταξαν να πάνε στην Αφρική, έμειναν εδώ, γιατί ξέρεις αυτοί οι παπαγάλοι πετάνε πολύ γρήγορα, σε 3 ώρες μπορούν να είναι στην Αφρική. Αλλά, όχι, έμειναν, τους άρεσε η Αθήνα, κι έμειναν και πολλαπλασιάστηκαν κι είναι όλοι από τους δικούς μου παπαγάλους, αλλά εγώ τώρα, να, τους αφήνω, δεν τους παίρνω πίσω, δώρο στην πόλη, γιατί είναι πολύ όμορφα πουλιά.
Που θα τους βάλετε 2500 παπαγάλους, καλεκύριε, και πίσω να τους θέλατε.
Λοιπόν αυτά με τους παπαγάλους. Δε θα πω εγώ τώρα την ιστορία για τους παπαγάλους στους τουρίστες; Δε θα εντυπωσιαστούν με τους πράσινους παπαγάλους που προτίμησαν την Αθήνα από την Αφρική; Μα φτάνει πια με τα αρχαία.
Ελπίζω ειλικρινά να ξεκινήσω σύντομα πάλι το τρέξιμο, διότι ο Κόσμος δεν πάει καλά, καθόλου καλά.

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Σ' αυτό τ' ανηφόρι που λένε ζωή.

Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι καλύτερο από έναν καφέ το απόγευμα, εντάξει, ξέρω, πολλά καλύτερα υπάρχουν, αλλά ο καφές το απόγευμα είναι από τα καλύτερα καλύτερα που υπάρχουν. Δεν ξέρω τι λέω, αγαπημένοι μου, γνωστό αυτό, αλλά πάντως κάτι λέω, και αυτό είναι σημαντικό, όσο ζω θα μιλάω και μιλάω άρα υπάρχω. Και βέβαια, δε γίνεται ποτέ να σταματήσει να υπάρχει ο Κόσμος.
Ελπίζω, ειλικρινά και βαθιά, να μιλάω και φέτος, και αυτόν το χρόνο να είμαστε εδώ, ακόμα ζωντανοί, στη σκηνή, στα λεωφορεία και μπροστά στις αρχαίες κολώνες, να λέμε ιστορίες για μεγάλες μάχες και μεγάλα ιερά, να λέμε ιστορίες για τρελούς τουρίστες και αστεία, μαιφρέντ, ελπίζω να συνεχίσουμε να τρέχουμε στα βουνά, να μη σπάσουμε κάνα πόδι και να βελτιωθεί η ζωή όλων των αγαπημένων μου.
Τι άλλο να ελπίσω, δεν ξέρω, παγκόσμια ειρήνη δε θα πω ούτε πυρηνικό αφοπλισμό θα πω, αφενός διότι τα ‘παν άλλοι, αφετέρου διότι ομολογώ ότι καμιά φορά μονολογώ, πάτα το Κιμ, τώρα έχω αρχίσει να μονολογώ και, πάτα το, Ντόναλντ, και πόσο καρικατούρες πια αυτοί οι δύο, που είναι ο Σάσα Μπάρον να παίξει και τους δύο και να γονατίσουμε από τα γέλια.
Τελοσπάντων, μέχρι ένας από τους δύο να το πατήσει και να γίνουμε εδώ ταινία καταστροφής, απ’ αυτές που μου αρέσουν πολύ, εγώ προσωπικά θα συνεχίσω όσο καλύτερα μπορώ. Για παράδειγμα, θα συνεχίσω να τρέχω, ακόμα και μετά την πανωλεθρία του τελευταίου αγώνα, έπρεπε να σας είχα από μια μεριά, στην Πάρνηθα, έχετε πάει ποτέ; Μην πάτε, μιλάμε, το μονοπάτι ήταν κάθετο, έβαζα χέρια, πόδια, μύτη και πωπό ταυτόχρονα για να ανέβω, από πίσω μου άκουγα κάτι κραυγές, ω ρε μάνα, και μόλις τελείωνε η ανηφόρα, εμφανιζόταν μια άλλη ανηφόρα, κι έλεγες, έχει πολύ ακόμα παπαστρουμφ, κι από την κούραση έβλεπα στρουμφάκια να ξεμυτίζουν από τα μανιτάρια. Και μετά, όταν ξεκίνησα να κατεβαίνω, με προσπέρασε μέχρι και μια χελώνα που κουβαλούσε τον Δρακουμέλ, χώθηκα σε κάτι χαντάκια για να μην εμποδίζω, διότι πρέπει να ξέρετε ότι το σαβουάρ φερ στους αγώνες βουνού λέει ότι αν είσαι αργός σα θάνατος στην έρημο της Αριζόνα, κάνεις στην άκρη να περάσουν οι γρήγοροι καουμπόηδες, ποια άκρη που τα μονοπάτια είναι λεπτές καφέ γραμμές, χώνομαι κι εγώ το λοιπό στα χαντάκια, κι άντε να βγω μετά από κει. Με τα πολλά τερμάτισα, περιέργως όχι τελευταία, το δηλώνω ευθαρσώς, και όχι μόνο δεν τα παράτησα παρά συνεχίζω να τρέχω, αγκομαχώντας και βρίζοντας, αλλά τρέχω. Όπως έχει πει και ο Χαρούκι, στην ταφόπλακά μου θα γράψουν «δεν περπάτησε ποτέ.»
Όσο τρέχω, λοιπόν, αγαπημένοι μου, ειδικά τώρα που πήγα στη Λαμία κι έτρεχα σε κάτι άγνωστα βουνά, σκέφτομαι κάτι εξαιρετικά κοινότοπο και κλισέ, κάτι που είμαι σίγουρη πως όλοι οι δρομείς το έχουν σκεφτεί κάποια στιγμή στη ζωή τους. Η ζωή είναι σα να τρέχεις σε ένα δρόμο στο βουνό. Ξεκινάς όλο χαρά και αυτοπεποίθηση, ακούς τα πουλάκια και μυρίζεις τα δέντρα, σιγά σιγά φτύνεις το γάλα της μάνας σου και οι ανηφόρες σε χτυπάνε αλύπητα, έρχονται απροειδοποίητα και ασταμάτητα, αλλά δε μπορείς, δεν έχεις επιλογή να φύγεις, πρέπει να τις ανέβεις, πρέπει να συνεχίσεις κι εκεί που νομίζεις ότι στην επόμενη στροφή θα στρώσει το πράγμα, αμ δε, άλλη μια ανηφόρα σε κοιτάει χαιρέκακα. Μπορείς να σταματήσεις για μισό δευτερόλεπτο, αν σταματήσεις περισσότερο, όμως, δε θα μπορέσεις να συνεχίσεις ξανά, οπότε φτύνεις λίγο γάλα ακόμα και συνεχίζεις. Και οι στροφές είναι ατελείωτες, κάθε στροφή μπορεί να κρύβει ένα θαύμα, τον ουρανό που λάμπει και τα χωράφια που απλώνονται βελούδινα, ή μια καταστροφή, βράχια και πέτρες που γλιστράνε και χαντάκια. Όταν τρέχω, συνήθως κοιτάω κάτω, κυρίως επειδή δεν έχω δύναμη να κοιτάξω επάνω, πριν τη στροφή ωστόσο, σηκώνω το κεφάλι μου και αναρωτιέμαι τι άραγε θα δω, τι με περιμένει. Δεν μπορείς να προβλέψεις τι σε περιμένει, μπορείς όμως να προβλέψεις, και μη σου πω αναγνωρίζεις και αγαπάς, την αίσθηση της αναμονής, του ενθουσιασμού, του φόβου και της προσδοκίας για αυτή τη ζωή. Κι αυτή ακριβώς η αίσθηση είναι που σε κάνει να συνεχίζεις να τρέχεις, και να ζεις. Και βασικά, εντάξει, δεν υπάρχει και τίποτε άλλο που μπορείς να κάνεις. Διότι, δε γίνεται, κάποτε θα βγεις σ’ αυτή την κατηφόρα και τότε θα αρχίσεις να κουτρουβαλάς χτυπώντας στους κορμούς των δέντρων, προσπαθείς να κρατηθείς, προσπαθείς να θυμηθείς τις οδηγίες του κόουτς, δε γίνεται, όμως, ακριβώς όπως και στη ζωή, δεν υπάρχουν οδηγίες, απλά τρέχα και προσπάθησε να μην πέσεις. Αφήνω να με προσπεράσουν κι ας μου τη σπάνε αυτοί που φωνάζουν από χίλια μίλια «άκρη!», ντάξει ρε φίλε, σε άκουσα, τρέχεις σαν πτερόσαυρος που τον κυνηγάει μαμούθ. Προσπερνάω κι εγώ καμιά φορά, όχι πολύ συχνά, γιατί δεν είμαι ανταγωνιστικό πνεύμα, μόνο τον εαυτό μου έχω αντίπαλο και συνεχίζω να τρέχω. Και να ζω.

Αυτές τις αμπελοφιλοσοφίες έχω να σας πω σήμερα, αστείες ιστορίες δεν έχω, όταν ξεκινήσω πάλι τη δουλειά, σίγουρα θα βρω μερικές, ίσως κι από κάναν αγώνα, προς το παρόν θα πάω να θαυμάσω λίγο το φυτό μου που έβγαλε καινούργια φύλλα την Πρωτοχρονιά. Δεν ξέρω ποιος οιωνός θα μπορούσε να είναι καλύτερος από αυτόν για την καινούρια χρονιά. Σας εύχομαι ο νέος χρόνος να σας φέρει ότι δε σας έφερε ο παλιός και να συνεχίσετε να τρέχετε, ο καθένας το βουνό του, και φέτος.