Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Μαϊφρέντ.

Πάντα όλοι και ειδικότερα οι αδερφές μου με κοροϊδεύανε ότι έχω πολλά ρούχα, άρα είμαι σπάταλη, λοιπόν αυτό είναι μεγάλο ψέμα και αδικία κατάφωρη, διότι ναι μεν έχω πολλά ρούχα, αλλά πρώτον τα μισά τα έχω φτιάξει μόνη μου άρα δεν πιάνονται και δεύτερον απλά τα διατηρώ σε καλή κατάσταση και δε χαλάνε άρα δεν υπάρχει λόγος να αγοράσω καινούργια, αλλά μερικές φορές αγοράζω μερικά καινούργια, τα οποία λογικώς προστίθενται στα παλιά, με αποτέλεσμα να φαίνεται σε κάποιον εξωτερικό παρατηρητή ότι έχω πολλά ρούχα. Πφφφ. Κάποιες σκέψεις που γίνονται τη στιγμή που όλοι μισούμε και κανείς, ούτε η βασίλισσα της Αγγλίας, δε μπορεί να αποφύγει. Τη στιγμή που φτιάχνεις τις ντουλάπες για την αλλαγή της εποχής, τη στιγμή που βγάζεις τα χειμωνιάτικα. Μία φρίκη παραμονεύει, ποιος Στίβεν Κινγκ και ποιος Λάβκραφτ, ούτε η φωτιά στο τέλος του Μητέρα! δε μπορεί να σε λυτρώσει από τη φρίκη της στοίβας από κρεμάστρες στον καναπέ. Φέτος θα είμαι αμείλικτη, φίλοι μου, τέλος της σεζόν, τέλος των ρούχων που δε φορέθηκαν ποτέ.
Μοιραία, για μας τους ξεναγούς, που παραδέρνουμε αβοήθητοι όλο το καλοκαίρι και ιδρώνουμε ακατάπαυστα την ώρα που πολύς άλλος κόσμος κοιμάται στη δροσιά του κλιματιστικού και τσαλαβουτάει στα νερά του Παγασητικού, ο Οκτώβρης είναι κάτι σαν Ιούλιος: κοντά στο τέλος των βασάνων αλλά όχι ακόμα. Έρχονται, φίλοι μου, συνεχίζουν να έρχονται, απειλητικοί και απαιτητικοί, οι τουρίστες, κι εσύ βλέπεις τον ουρανό συννεφιασμένο και τα τσίτια ακόμα να κρέμονται στη ντουλάπα. Μοιραία λοιπόν προσπαθώ κι εγώ να μαζέψω τα καλοκαιρινά πριν πέσω στη χειμερία νάρκη του ξεναγού. Εμένα μη με παρεξηγήσετε, το αγαπώ αυτό, που το χειμώνα λουφάζω και που το φθινόπωρο σηματοδοτεί την αρχή των διακοπών, διότι πάντα σιχαινόμουν τις νέες αρχές το φθινόπωρο.
Εδώ, λοιπόν, ανεβοκατεβάζω κρεμάστρες, αφήνω στην άκρη ότι δεν έχω φορέσει ποτέ και αναπολώ τη σεζόν που πέρασε, που για μένα ήταν ένας θαυμαστός καινούργιος κόσμος, διάβασα όσο ούτε στις Πανελλήνιες, είδα πολλά πράγματα αξιοπερίεργα, μακριά από την ασφάλεια της βραχονησίδας, αγχώθηκα αρκούντως κι ακόμα αγχωμένη είμαι δηλαδή, έκανα γλου γλου ως εκεί που δεν παίρνει και πολλά άλλα.
Θυμήθηκα προχτές μια ιστορία που δε σας έχω πει, Θεέ μου, τι γέλιο είχαμε κάνει, θα σας πω την ιστορία και θα συνεχίσω να μαζεύω τα καλοκαιρινά και να δούμε τι θα γράφωμε όλο το χειμώνα που δεν έχει πελατάκια και αστείες ιστορίες.
Το λοιπό, είναι μια τυπική μέρα στους Δελφούς, έχουμε πάει στο χώρο, στο μουσείο, όλα με τη σειρά, ωραία και καλά, κι έχουμε καθίσει για φαγητό. Εκεί, στους Δελφούς, και σε όλους γενικά τους αρχαιολογικούς χώρους, να ξέρετε, υπάρχουν τα στάνταρ εστιατόρια, που υποδέχονται και σερβίρουν γκρουπ, ψιλοσωρηδόν, άλλα είναι καλά, άλλα όχι, τεσπάν δεν είναι αυτό το θέμα μας, είμαστε σε ένα τέτοιο εστιατόριο, όπου πάμε συνήθως κι όπου σερβίρει, μεταξύ άλλων, ένας συμπαθέστατος κυριούλης, έμπειρος κλπ αλλά που παίζει να σερβίρει κάνα 50άρι χρόνια , τα έχει δει όλα στην κυριολεξία και θέλει να σφάξει όλους τους τουρίστες και με το δίκιο του.
Καθόμαστε λοιπόν, οδηγοί και ξεναγοί, στον προβλεπόμενο χώρο, διότι άμα καμιά φορά τύχετε σε κάνα τέτοιο εστιατόριο και δείτε κάτι ταλαίπωρους, αμίλητους, ανθρώπους μονάχους να κάθονται ξέχωρα από τους υπόλοιπους, σε μια γωνιά δίπλα στην τουαλέτα, είναι οδηγοί και ξεναγοί, να ξέρετε, καθόμαστε λοιπό κι εμείς στη θέση μας, μαζί με άλλους συναδέλφους από άλλα λεωφορεία. Έρχεται πελάτης της συναδέλφου. Άραψ. Φουλ έξτρα. Αγγλικά rien de rien, ούτε οκ δεν ήξερε να πει. Αραβικά, μόνο. Συνοδεύεται από μαντιλοφορούσα κυρία. Προσπαθεί ο Άραψ να πει κάτι στη συνάδελφο, στα αραβικά. Η καημένη δε μιλάει αραβικά, και τελοσπάντων συμμετέχουμε κι οι υπόλοιποι στην κουβέντα και καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο κύριος είχε παρεξηγήσει και δεν ήθελε να πληρώσει για το γεύμα του, νομίζοντας πως συμπεριλαμβάνεται στις παροχές. Προσπαθεί η συνάδελφος να εξηγήσει, ματαίως. Τη βλέπει ο οδηγός να προσπαθεί με τον Άραβα και επεμβαίνει.
Σε αυτό το σημείο, φίλοι μου, θέλω να σταματήσετε για λίγο να διαβάζετε και να κάνετε εικόνα τον έλληνα οδηγό τουριστικού λεωφορείου. Θέμα διπλωματικής εργασίας και κοινωνιολογικής ανάλυσης. Μικρός θεός. Και μεγάλος ενίοτε. Και φυσικά τα ξέρει όλα, ή έστω τα περισσότερα, που είναι το ίδιο. Είναι ο απόλυτος έλληνας σταρ, συνεννοείται με όλους τους τουρίστες ανεξαρτήτως εθνικότητας και τους αποκαλεί όλους μαϊφρέντ. Έτσι, μία λέξη.
(Εντάξει, ως συνήθως υπερβολάκι λιγάκι, η αλήθεια είναι ότι μερικούς οδηγούς τους αγαπάμε πάρα πολύ, και σίγουρα όλους τους εκτιμούμε, διότι σε γενικές γραμμές είναι οι μόνοι μας σύμμαχοι, πραγματικοί συνεργάτες και φίλοι στην άγρια δύση του τουρισμού. Ωστόσο, η σημειολογία παραμένει. Μαϊφρέντ.)
Έρχεται, λοιπόν, ο αθάνατος έλληνας οδηγός, άσε, λέει, θα του εξηγήσω εγώ. Μαϊφρέντ, λέει στον Άραβα, γιου πέι. Τον κοιτάει ο Άραψ, γιου πέι, επαναλαμβάνει. Η γράφουσα κλαίει ήδη από τα γέλια. Ε όχι και να τον πληρώσω, εξανίσταται ο οδηγός, ρε τι λέει αυτός. Γιου φάουλ, λέω εγώ. Κάθεται ο οδηγός αγανακτισμένος, η συνάδελφος συνεχίζει να προσπαθεί να εξηγηθεί με τον Άραβα. Με τα πολλά βγάζει ο κύριος το κινητό του, όπου υπάρχει η εφαρμογή όπου μιλάς εσύ στη γλώσσα σου και η εφαρμογή μεταφράζει σε όποια γλώσσα θες. Αλλά πρέπει να μιλάς καθαρά και κοντά στο κινητό. Αρχίζει η έρμη συνάδελφος, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΕΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΣΑΣ. Εγώ δίπλα, ντροπή μου, έχω γελάσει τόσο πολύ, που φτύνω τη χωριάτικη. Τελικά, χάρη στην εφαρμογή, καταλάβαμε πως απλά ο κύριος δεν ήθελε να καθίσει σε κοινό τραπέζι με τους υπόλοιπους διότι η μητέρα του δεν ένιωθε άνετα. Κάθεται σε ξέχωρο τραπέζι κι έρχεται η ώρα να παραγγείλει.
Θυμάστε τον συμπαθή σερβιτόρο που θέλει να σφάξει όλους τους τουρίστες; Του έτυχε ο Άραβας. Μάχλα μπούχλα ο Άραβας, ο σερβιτόρος να κρατάει ένα τεράστιο δίσκο με φαγητά και να προσπαθεί να καταλάβει. Κάποια στιγμή, γυρνάει σ’ εμάς, όπου εμείς, εγώ δηλαδή, δε μπορώ να σταματήσω να γελάω, έχω γίνει ρεζίλι, έτσι, ο Άραβας να μιλάει στο κινητό για να παραγγείλει κι ο σερβιτόρος σκύβει από πάνω με τον τεράστιο δίσκο και ξεστομίζει ένα ελληνικότατο «ρε τι λέει ετούτος; Άκου να δεις, σπίνατς πάι, τσιζ πάι, σπαγκέτι, ποτέιτος, πες τι θες να τελειώνουμε». Παιδιά μου, έχω κρυφτεί κάτω από το τραπέζι και γελάω.
Τεσπάν, κάτι έφαγε εκεί ο Άραβας, η ταλαίπωρη συνάδελφος τον είχε μέχρι τα Μετέωρα κι ο σερβιτόρος νομίζω πήρε σύνταξη μετά απ’ αυτό. Εμείς είμαστε ακόμα εδώ. Κι αυτό το καλοκαίρι. Κι αυτό το φθινόπωρο. Ελπίζουμε να είμαστε και το επόμενο.
Πάω να συνεχίσω τα χειμωνιάτικα. Ψυχραιμία και υπομονή, αγαπημένοι μου, τίποτα δεν κρατάει για πάντα, ούτε καν η τακτοποίηση των ρούχων.


Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

Θαγκ λάιφ.

Αγαπημένοι μου φίλοι, εδώ είναι ο Κόσμος, εδώ, κι αυτό το καλοκαίρι, κι αυτό το φθινόπωρο, πάντα εδώ, φθίνουν οι οπώρες, φθίνει η μέρα, φθίνει το φεγγάρι, εγώ όμως δε φθίνω ποτέ, αντίθετα, μεγαλώνω και αυξάνομαι, τρώγοντας ότι βρω στους μπουφέδες των ξενοδοχείων, και όχι μόνο. Ο θείος Ντουκάν θα βγει από τον υπόνομο, σαν τον Πένιγουαϊζ, και θα μου φάει κάνα χέρι μπας και μικρύνω λίγο.
Μου έχουν συμβεί πολλά, αλλά κάθε μέρα ο ήλιος βγαίνει και ο κόσμος συνεχίζει να γυρίζει αμέριμνος γύρω από τον ήλιο, καμιά φορά, όταν με πιάνει μια φιλοσοφική χίπστερ κουλ διάθεση, σκέφτομαι πως κάθε βράδυ πεθαίνει ο κόσμος όλος και κάθε πρωί ξαναγεννιέται και ξαναρχίζει. Γι’ αυτό κοιμάμαι νωρίς τα βράδια, διότι άμα καμιά φορά τύχει και δεις το τέλος του κόσμου δεν το ξεχνάς ποτέ και δε συνέρχεσαι, πας εκεί που επιπλέουν όλα, γι’ αυτό κι εσείς να κοιμάστε νωρίς τα βράδια.
Κοιμάμαι και για έναν άλλο λόγο νωρίς τα βράδια, διότι συνήθως την άλλη μέρα έχω να κυνηγήσω τουριστάκια (γιατί τη λέμε τουριστική σεζόν αν δεν μπορούμε να τους πυροβολήσουμε: η ιστορία της ζωής μου). Ο Κόσμος εξαφανίστηκε από το σύμπαν για λίγο διότι είχα κάτι πολυήμερα, ε, σας έχω εξηγήσει τι είναι τα πολυήμερα, μη λέμε τώρα τα ίδια.
Τι να σας πρωτοδιηγηθώ δεν ξέρω, θα σας πω αρχικά για τους Γάλλους που τους έσερνα γύρω γύρω στις Κυκλάδες, ο μικρότερος ήταν 75 χρονών, γλου γλου αυτοί, σταυροκοπιόμουν εγώ. Τζάμπα πήγαν οι σταυροί, διότι η μαλακία έγινε, μια θεια ετών 87, σκόνταψε σ’ ένα σκαλί κι έπεσε με τα μούτρα μέσα στο μπάνιο. Εγώ έτρωγα (σύνηθες). Έρχεται η σερβιτόρα, ελάτε, μου λέει, γιατί τη βρήκα φαρδιά πλατιά στο πάτωμα, ω ρε μάνα, λέω εγώ, πέθανε αυτή, τι θα την κάνω. Δεν είχε πεθάνει, αλλά κόντευε. Να πάμε νοσοκομείο, μαντάμ, της λέω, όχι, μου λέει, είμαι καλά, ευτυχώς δηλαδή, γιατί ήμασταν στην Πάρο και νοσοκομείο δεν έχει. Αν δεν είστε καλά, λέω, να με πάρετε τηλέφωνο. Πέφτουμε, κοιμόμαστε, εγώ με το ένα αυτί στο τηλέφωνο, ξυπνάω το πρωί, εντάξει, λέω, δε με πήρε, καλά είναι. Μπαίνω στο ντους και μόλις έχω βάλει σαμπουάν στα μαλλιά, χτυπάει το ρημάδι, βγαίνω τρέχοντας με τις σαπουνάδες, γλιστράω, πέφτω, μελανιάζω, σηκώνομαι σαν τον Τσακ Νόρις, σηκώνω το τηλέφωνο, να πάμε στο νοσοκομείο η θεια. Πάμε, στο κέντρο υγείας, στο όμορφο νησί της Πάρου. Βγάζει ακτινογραφία η θεια τα χέρια, δεν είναι σπασμένα, λέει μια ομορφούλα εκεί, αλλά πρέπει να πάτε σε ορθοπεδικό, ιδιωτικό, γιατί εμείς δεν έχουμε εδώ. Δηλαδή να πληρώσει η θεια. Το χαμό τον ξέρετε; Όρθια η θεια στο κέντρο υγείας να φωνάζει «νο, νο, νο», δεν πληρώνω εγώ, να λέει, άσε με εδώ να πεθάνω. Μη μου βάζετε ιδέες, σκέφτομαι εγώ. Με τα πολλά την παράτησα εκεί να μαλώνει με τον πράκτορα, το γιατρό και το Θεό και πήγα στη Νάξο με το υπόλοιπο γκρουπ. Τελικά δεν ξέρω τι απέγινε και ποιος πλήρωσε το γιατρό, δεν ασχολήθηκα, τη συμπόνεσα στην αρχή που έπεσε, αλλά μετά ήταν τόσο αγενής, εριστική και το μόνο  που την ένοιαζε ήταν να μην πληρώσει, που λίγο σιχτίρισε κι η ξεναγός. Το άγχος μου ήταν μην τυχόν και δεν την αφήσουν να πετάξει, γιατί τελικά φόρεσε νάρθηκα κι έπρεπε να έχει ένα χαρτί από το γιατρό που να λέει ότι μπορεί να πετάξει, ο γιατρός όμως δεν ήθελε ούτε να ξανακούσει για τη θεια και δεν έδινε το χαρτί με τίποτα και λέω θες να μου μείνει αμανάτι η θεια στο αεροδρόμιο, ευτυχώς τελικά έφυγε, μαζί με το υπόλοιπο 25ο ΚΑΠΗ του 40υ αροντισεμάν. Η Παναγιά μαζί τους.
Μετά από τους Γάλλους, εξελίχθηκε η φάση μου. Προχώρησα σαν ξεναγός. Άλλαξα επίπεδο. Κόντεψα να αλλάξω και συκώτι από τα γέλια. Μου λένε από το γραφείο, θα πάρεις κάτι κόπτες Αιγύπτιους από την Αμερική να τους πας στην Τήνο. Βρείτε τα λάθη στην πρόταση. Ο Κόσμος έφερε μια γυροβολιά ψάχνοντας να βρει που πέφτει η Τήνος και τι να πει στους κόπτες. Έρχεται η μέρα, βγαίνουν από το ξενοδοχείο κάτι μαύροι, μαύροι όμως, μαύροι σαν καλιακούδες, ωρέ, λέω του οδηγού, αυτοί Αιγύπτιοι δεν είναι. Δεν ήταν. Ήταν Αιθίοπες, ορθόδοξοι, πιστοί, με 2 κουτσές, μια τυφλή και 3 παπάδες. Δεν είναι ανέκδοτο, και με συμπαθάτε για την πολιτικά μη ορθή ορολογία, αλλά αυτά έχει ο πηγαίος λόγος. Οι παπάδες, κανονικοί παπάδες, ράσα, μούσια, σταυροί ίσαμε το κεφάλι μου, πετραχήλια. Ο δε αρχιπάτερ ήταν μορφή, φορούσε ένα σταυρό τεράστιο, ασημένιο, και κάτι γυαλιά μαύρα μεγάλα, πήγαινε αργά, ευλογώντας, θαγκ λάιφ. Άλλο να σας λέω, άλλο να το βλέπετε. Μπαίνουν στο λεωφορείο, αρχίζω εγώ, με κόβει ο αρχιπάτερ, συγγνώμη, λέει, να προσευχηθούμε. Από την Αθήνα ως τη Ραφήνα, προσευχόταν στο μικρόφωνο, στα αιθιοπικά. Ο οδηγός να με κοιτάει κι εγώ να κοιτάω την ανατολή, γιατί τι να κάνω; Να βάλω τα γέλια; Μπαίνουμε στο καράβι με τους Αιθίοπες φυλάρχους, καθόμαστε κάπου κι αρμενίζουμε. Στέλνω απεγνωσμένα μηνύματα στο βάιμπερ, ο Βασίλης να απαντάει ότι είναι Νούβιοι, απόγονοι των Φαραώ, η Στέλλα να ρωτάει τι είναι οι Νούβιοι, η Μαρίνα ήταν στα Χανιά. Σηκώνω το βλέμμα, ο αρχιπάτερ έχει σταθεί μπροστά στην τηλεόραση του καραβιού, στις αριθμημένες, και κάνει κήρυγμα, στα αιθιοπικά. Το κάνετε εικόνα; Οι υπόλοιποι του γκρουπ να σταυροκοπιούνται, αμήν. Πότε θα μας μαζέψουν, λέω στον οδηγό. Πάμε να φύγουμε, απαντάει, μην καταλάβει κανείς ότι είναι δικοί μας.
Τι να σας πω άλλο; Να σας πω ότι πήγαμε στην Παναγία της Τήνου και κλαίγανε όλοι μαζί όταν είδανε ένα παλικάρι που ανέβαινε με τα γόνατα; Να σας πω για το χαλί δίπλα στο δρόμο, ο σουρεαλισμός είναι υπαρκτός, σαν το σοσιαλισμό; Να σας πω ότι νήστευαν λόγω Τετάρτης και θέλανε φαλάφελ ενώ το ξενοδοχείο είχε φτιάξει κεφτεδάκια, με αποτέλεσμα να μαλώσω με το ξενοδοχείο και μετά να φάω όλα τα κεφτεδάκια μόνη μου; Να σας πω ότι μετρήσαμε όλους τους μαρμάρινους τάφους στο νεκροταφείο του χωριού; Να σας πω για το υπέροχο Μουσείο Μαρμαροτεχνίας; Γι’ αυτό θα σας πω κάποια στιγμή, όντως. Δεν ξέρω πια τι να πω.
Θα σας πω αυτό και θα κλείσω, όταν γυρίσαμε στην Αθήνα και τους άφησα στο Σύνταγμα, όλο χαρά διότι ήμαρτον πια, έρχεται η τυφλή και μου λέει, θέλω να δω την αγορά, θα με συνοδέψεις; Θα σε πληρώσω, λέει, για τις υπηρεσίες σου. Παιδιά μου, ανεβοκατέβηκα την Ερμού 5 φορές, κουβαλώντας τα 4 ζευγάρια παπούτσια και τα 3 φουλάρια που είχε αγοράσει η κυρία. Μπήκαμε σε όλα τα μαγαζιά, δεν αφήσαμε κανένα, πήραμε και γύρο να φάει στο ξενοδοχείο. Το δουλάκι να κουβαλάει, έτσι; Και με το άλλο χέρι να οδηγώ την κυρία. Μέχρι την Πλάκα φτάσαμε γιατί ήθελε να πάρει λιβάνι. Και πήρε. Συνολικά 2,5 κιλά. Μαντέψτε ποιος τα κουβαλούσε. Μαντέψτε και τι πήρα για τις υπηρεσίες μου. Τι τράβηξα, η ξεναγίδα, για να μη λέτε μερικοί ότι βγάζουμε τα λεφτά μας εύκολα.

Μετά από όλα αυτά, έκανα το σταυρό μου και προσευχήθηκα σε όποιον Θεό ακούει να συνεχίσει ο Κόσμος να σβουρίζει γιατί έχουν δε πολλά τα μάτια του και θα δουν κι άλλα τόσα.