Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Οι απορίες της ημέρας.



Μη σας κουράσω με τα γνωστά, αγαπημένοι μου, μακρινοί φίλοι, βράχια, ήλιος, ζεστάρα, λεωφορεία, Ακρωτήρι, έχω βαρεθεί ήδη και δεν έρχεται και κανείς, να πούμε καμιά μαλακία να γελάσουμε.
Για να μη σαλτάρω, αποφάσισα να βάψω τα κάγκελα στο σπίτι, κάτι ξύλινα κάγκελα της κακιάς ώρας, καμιά δεκαριά, μη φανταστείτε. Πήρα ένα μπλε, «αιγαιοπελαγίτικο» που μου το είπε κι ο χρωματοπώλης, πήρα και αστάρι. 
Και βάφω περίπου μισό κάγκελο τη μέρα. Μέχρι το Σεπτέμβρη, που θα πάει, θα τελειώσουν. Η κυρία από κάτω με ρώτησε ευλόγως γιατί βάφω τα κάγκελα, της φάνηκε πολύ περίεργο, αφού το σπίτι δεν είναι δικό μου κι εγώ της είπα ότι τα βάφω για ομορφιά κι εξεπλάγη σφόδρα (εκτός κι αν δεν κατάλαβε τι εννοούσα, διότι τα ελληνικά της δεν είναι πολύ δυνατά).
Οι τουρίστες, όσο πάνε και χαζεύουν. Προχτές, ένας, μέσα στο Ακρωτήρι, όπου απαγορεύεται διά ροπάλου να αγγίξεις τους τοίχους ή οτιδήποτε άλλο, έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να μαζεύει το χώμα με τις χούφτες. Εμένα με πιάσανε γέλια, τους φύλακες τους έπιασε νευρική κρίση κι αυτόν η μέση του. Μετά ήρθε και μου είπε πως ήθελε να ανασκάψει μήπως βρει τίποτε καινούργιο, αλλά δεν τα κατάφερε. Εγώ θυμήθηκα την Ελένη, που μια φορά ένας απ’ το γκρουπ της άρχισε να ξύνει με το νύχι τον κούρο για να δει αν όντως ήταν από ασβεστόλιθο. Μία άλλη, μετά από ολόκληρη τη μέρα, όπου τους έχω πρήξει τα συκώτια με το ηφαίστειο και τα ηφαιστειακά νησιά στη μέση της καλντέρας, την ώρα που μακαρίως θαυμάζω τη θέα, έρχεται εμπιστευτικά, για να μην ακούσουν οι άλλοι και γίνω ρεζίλι, ότι και καλά δεν έχω πει το πιο σημαντικό, και μου ψιθυρίζει «αυτά τα νησιά εδώ, τι είναι;». Σκατά δεινόσαυρου, της απαντάω. 
Ή με ρωτάνε ποια νησιά βλέπουμε γύρω από τη Σαντορίνη. Στην αρχή τους έλεγα, Φολέγανδρος, Ίος, Ανάφη, κλπ, αλλά τώρα έχω νευριάσει και τους λέω, τη Χαβάη. Ε, μα, ρε φίλε μου από τη Νέα Ζηλανδία, δηλαδή άμα σου πω βλέπουμε την ωραία Φολέγανδρο, θα καταλάβεις; Τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα με ρωτάνε αν η Σαντορίνη ανήκει στην Ελλάδα ή είναι ανεξάρτητο κράτος. Σήμερα, ένας με ρώτησε, μετά από ολόκληρη την ιστορία με το ηφαίστειο και τις τεκτονικές πλάκες και την καλντέρα, αν το ηφαίστειο είναι υποθαλάσσιο. Επίσης, σήμερα μια κυρία αγχώθηκε γιατί εκεί που εγώ τους έλεγα για τους πειρατές και τι πληγή ήτανε για το νησί, αυτή νόμιζε ότι υπάρχουν και σήμερα πειρατές και δεν ήθελε να κάνει το sailing tour, αλλά με τα πολλά την πείσαμε.
Τι να σας πω, εγώ καμιά φορά απορώ πως στον κόρακα καταφέρνουνε κι έρχονται εδώ από την άλλη άκρη του κόσμου. Άσε αυτοί οι Κινέζοι, που δε μιλάνε και γρυ αγγλικά ούτε καμιά άλλη γλώσσα, μόνο κινέζικα, και παίρνουνε και αυτοκίνητα και βγαίνουνε στο δρόμο, πάνε στη μέση του δρόμου, αργά αργά, μη σου τύχει Κινέζος μπροστά, θα φτάσεις στην Οία για την ανατολή, όχι για το ηλιοβασίλεμα. Μετά αγχώνονται και σταματάνε, κοκαλώνουν όμως, εκεί, στη μέση του δρόμου, κατεβαίνουν, ρίχνουν μια γυροβολιά, ακούγεται στο φόντο «θα κάνω στάση στη διπλή γραμμή του δρόμου» και μετά συνεχίζει, το κονβόι των 30 χιλιομέτρων που έχει σχηματιστεί, κανονικά το δρόμο του.
Το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου χώνεται εκεί, στην τρύπα του, στο εργαστήριο των θαυμάτων, παλεύει με τα χρυσά του και με τη βλακεία κι αυτός του κόσμου κι όλο και τον τριγυρίζουν γκομενάκια, κάθε φορά που πάω είναι και διαφορετική μέσα και «τι είναι αυτό, Γιάννη;» και «μ’ αυτό τι κάνεις, Γιάννη;» και «πωπω, Γιάννη, είσαι καταπληκτικός», άει μαρή. Τώρα, θα του πάω εγώ ένα πόστερ να κρεμάσει στον τοίχο, με τη φωτογραφία μας, μη σας πω θα κατουρήσω στο αυλιδάκι, να μαρκάρω, διότι πολλά τα θάρρητα.
Λοιπόν, αυτά, σε γενικές γραμμές. Πάω τώρα να βάψω το μισό κάγκελο της ημέρας. Σας αγαπώ και μου λείπετε όλοι.

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Την καρδιά μου κυριακάτικα τη χάλασα.



Κυριακή, γιορτή και σχόλη για όλο τον υπόλοιπο κόσμο πλην ημών, εδώ στο βράχο της υπομονής, στη Σαντορίνη, όπου ζούμε τη μέρα της μαρμότας, όλα είναι πάντα ίδια, βράχια, ζέστη, λεωφορεία, ηλιοβασιλέματα, Κινέζοι.
Για να καταλάβω, το λοιπό, ότι είναι Κυριακή, έβαλα η δικιά σου να ακούσω τη Γύφτισσα μέρα του Πουλόπουλου, τι το ‘θελα, με πήρανε τα κλάματα πρωί πρωί.
Θυμήθηκα που ήμουνα 14, 15, εκεί γύρω, και άκουγα το ίδιο τραγούδι στο Φανό, το μέρος που περνούσα τα παιδικά μου καλοκαίρια και περίμενα να έρθει η ώρα να πάω να ανταμώσω τους παιδικούς μου φίλους, που τώρα έχω να τους δω 17 χιλιάδες χρόνια κι αν δεν ήταν το facebook, δε θα ήξερα αν ζουν ή πέθαναν.
Θυμήθηκα τα άσπρα βράχια εκείνης της παραλίας, στο Φανό, δεν είναι και καμιά σπουδαία παραλία, αλλά για μένα ήταν ο παράδεισος, είχε άσπρα και γκρι βράχια, τώρα έχει μαυρίσει το μάτι μου, κι είχε κι έναν φαρδύ, σκονισμένο, ζεστό χωματόδρομο, με ελιές δεξιά κι αριστερά, που οδηγούσε στην παραλία και για μένα πάντα είναι το αρχέτυπο του δρόμου, εκείνος ο χωματόδρομος είναι σαν τατουάζ στη μνήμη μου, ανεξίτηλος και τόσο αγαπημένος. Ξυπόλητη ανέβαινα να γυρίσω σπίτι τα μεσημέρια και πηδούσα από σκιά σε σκιά γιατί καιγόντουσαν οι πατούσες.
Θυμήθηκα και το σπίτι μας στο Φανό, ένα ταπεινό και καταφρονεμένο σπιτάκι, που τώρα οι αδερφές μου το περιφρονούν και ούτε να το δουν δε θέλουν κι εγώ το βλέπω στον ύπνο μου και είναι σα να ξαπλώνω ξανά τα μεσημέρια στο βρεγμένο τσιμέντο της αυλής για να δροσιστώ και να ξαναβάφω τα κάγκελα. Είχαμε κι ένα δωμάτιο με χτιστά κρεβάτια κι ένα μεγάλο παράθυρο με μια μπλε κουρτίνα κι η κουρτίνα ανέμιζε τα μεσημέρια και σε δρόσιζε, που ήθελες και σεντόνι.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά και το μπαμπά μου που έφερνε σύκα μέσα στο καπέλο του και σκέφτηκα, πότε θα ξαναδώ το Φανό και το σπίτι μας και το χωματόδρομο; Ποτέ, μάλλον. Μόνο χειμώνα, αλλά ο χειμώνας δεν είναι το ίδιο. Και σκέφτηκα και πόσο πολύτιμες χάντρες είναι για μένα αυτά τα καλοκαίρια, στο κολιέ της ευτυχίας μου, και τις μετράω πότε πότε, σα μάντρα και σαν προσευχή, για να συνεχίσω να υπάρχω.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Μια φορά, θυμάμαι, μ' αγαπούσες. Τώρα, βροχή.



Κάποτε, εδώ, στο νησί, είχαμε καλοκαίρι, τα παλιά χρόνια, τον Ιούνιο βραδιαζόμασταν στην παραλία και η δροσιά ήταν καλοδεχούμενη, τα πρωινά ο ήλιος μας έκαιγε την πλάτη και ανατριχιάζαμε από την ευχαρίστηση. Τώρα, ανατριχιάζουμε από το μαύρο ψόφο κι έτσι και σε πιάσει το βράδυ στην παραλία, την έβαψες, διπλή περιπνευμονία έχεις αρπάξει. Τα καημενούλια μου έρχονται με τα σανδαλάκια και τα φουστάκια τους και μετά στην Οία το δαγκώνουνε κι αφήνουν τα λεφτά τους στα πουλόβερ, αντί να τα αφήσουνε στην ξεναγό, αίσχος, το καταγγέλλω.
Χτες, προφανώς από το κρύο και την υγρασία, είχα έναν υφέρποντα πονοκέφαλο, ο οποίος κάποια στιγμή εσήκωσε κεφάλι, έδειξε ιμπεριαλιστικές τάσεις ώσπου κατέλαβε ολόκληρη τη δεξιά πλευρά του κεφαλιού μου και με κατέστρεψε. Σε συνδυασμό με ένα μάτι ως τον ουρανό που είχα και που μου το είχε ρίξει ένας από το γκρουπ, τον είδα εγώ και μη γελάτε κι αν δεν πιστεύετε εσείς στο μάτι, πιστεύει αυτό σε σας κι αυτό είναι αρκετό, ξύπνησα σήμερα το πρωί σα ζόμπι. Το ομορφότερο αγόρι του κόσμου να ροχαλίζει μακαρίως, τυλιγμένος σαν τον Τουταγχαμών κι εγώ υπέφερα σιωπηλά μέχρι τις 7.15 που ξύπνησα την έρμη μάνα να με ξεματιάσει για να πάω στη δουλειά, όπου τους απείλησα ότι θα λιποθυμήσω στο Ακρωτήρι, αλλά επειδή είμαι η καλύτερη ξεναγός και σοβαρή επαγγελματίας, την πάλεψα περήφανα ολόκληρη την ημέρα.
Χτες, που λέτε, είχα ένα γκρουπ, 14 άτομα, που έκαναν για 54. Μία οικογένεια ήταν όλοι, δε σας λέω από πού γιατί όλο και κάποιος ψυχάκιας θα βρεθεί να με πει ρατσίστρια, αλλά εγώ θα του πω να έρθει αυτός να τους ξεναγήσει αυτούς και μετά τα λέμε. Αφού ξεκινήσαμε με καθυστέρηση 45 λεπτών, πήγαμε γύρω γύρω στο νησί, βγάλαμε καμιά 200 φωτογραφίες έκαστος και πήγαμε για φαγητό,όπου οι-δε-σας-λέω-από-που αφήσανε το μύθο. Εγώ για να αντέξω τα χτυπημάτα ήπια ένα μοχίτο, που μου έφτιαξε εκεί ο Θανάσης (πολύ ωραίο μοχίτο), και μετά είχα μισομεθύσει. Ετούτοι, το λοιπό, παραγγέλνουνε εκεί διάφορα φαγιά και συνολικά 350 γραμμάρια μπούκοβο. Το φάγανε όλο. Το απλώνανε πάνω στο ψωμί σαν πάστα ελιάς και το καταπίνανε σούμπιτο. Έχετε φάει μπούκοβο; Εγώ, που το μυρίζω, τρέχουν δάκρυα, όχι να το φάω κιόλας. Μιλάμε για πολύ καυτερό πράμα. Εγώ να ρουφάω το μοχίτο κι ο Θανάσης να ‘ρχεται και να μου λέει, πάει, μας έχουν τελειώσει ότι μπούκοβο είχαμε παραγγείλει για τη σεζόν.
Μετά, αφού φάγανε, με τα χέρια, έτσι, ένα πιρούνι δε λέρωσε στο τραπέζι, αφήσανε το τραπέζι λες κι είχανε περάσει όλες οι ορδές του Game of Thrones. Κρασιά χυμένα παντού, το μπούκοβο πασαλειμμένο και στις καρέκλες, κρέατα, ρύζια πεταμένα τριγύρω και πήγανε σε ένα άλλο τραπέζι. Εγώ, στο μεταξύ, μετά το μοχίτο, είχα χαλαρώσει αρκούντως κι είχα αρχίσει να γελάω σαν ηλίθια, παιδιά, έκλαιγα από τα γέλια, τα παιδιά εκεί στο εστιατόριο να μαλώνουνε ποιος θα μαζέψει το χαμό κι οι άλλοι παραγγείλανε ένα μπακλαβά με μία μπάλα παγωτό στα 14, γιατί ένας είχε γενέθλια και να κόβουνε το μπακλαβά όλοι μαζί με τα χέρια και πάνω που να λέμε «τι αηδία, Θεέ μου», έρχεται ένας και μου προσφέρει ένα κομμάτι μπακλαβά, έλα, μου λέει, κέρασμα! Τα άλλα τα σκουλήκια φύγανε γελώντας σε άλλη κατεύθυνση ο καθένας κι εγώ απόμεινα με το μπακλαβά στο χέρι και να τρέχουνε τα δάκρυα από τα γέλια, δε μπορούσα να σταματήσω. Ο άλλος είχε παρατήσει παπούτσια και κάλτσες στη μέση του εστιατορίου, μία είχε βουτήξει ως τα γόνατα στη θάλασσα με το παντελόνι και τα παιδάκια περιχαρή να τσαλαβουτάνε στην άμμο, σας λέω χαμός. Άντε να μπούνε μετά αυτοί όλοι στο λεωφορείο.
Με τα πολλά μπήκαμε και πάμε στο οινοποιείο να πιούμε κρασιά κι αυτοί παραγγέλνανε τσάι και ρίχνανε το κρασί μες στο τσάι, στο θεό σας. Άλλο γέλιο εκεί, κρατούσε ακόμα το μοχίτο. Οι κοπέλες μου λένε, παρ’ τους και φύγε. Παιδιά μου, τι περάσαμε χτες, πώς να μη με πιάσει εμένα πονοκέφαλος. Τους ξαπόστειλα και ησύχασα, αν και δεν είμαι σίγουρη ότι φύγανε, γιατί η πτήση τους ήταν στις 7 και σιγά μην ήταν αυτοί στην ώρα τους για το pick up.
Τελοσπάντων, στην ευχή του Θεού και της Παναγίας.
Εμείς συνεχίζουμε να ζούμε στη χώρα του Οζ, όπου σίγουρα μας έχει πάει ο διαολεμένος αέρας που φυσάει, ευτυχώς έχουμε και κάνα μπουφά (στα σαντορινιά είναι ο μπουφάς, να ξέρετε) μαζί μας, γιατί κάνει και κρύο. Λοιπόν, πάω να πιω ένα τσιπουράκι να ζεσταθώ και τα ξαναλέμε.
Σας αγαπώ και μου λείπετε όλοι.