Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Πάριο χρονικό.

Ε, καλά τώρα, ήρθα κι εγώ να γράψω μετά απ' όλ' αυτά, τι να σας πω τώρα, να γράψω για το γάμο, θα με πάρουν με τις πέτρες, να μη γράψω, θα χάσουμε πολύ γέλιο, τελικά συνεχίζεται η ζωή ή όχι;
Το μόνο που σίγουρα συνεχίζεται είναι οι καραβιές των Γάλλων, σπίτι δεν έχουνε αυτοί οι άνθρωποι, αναρωτιέμαι, να πάνε, να μας αφήσουν κι εμάς στην ησυχία μας; Χειμώνιασε, ρε φίλε, έπιασε βροχή, αγάπη καλοκαιρινή, κι αυτοί εδώ, Σαντορίν και ξερό ψωμί. Η έρμη ξεναγός έχει φρικάρει ελαφρώς. Ευτυχώς έχασα τη βδομάδα των παθών, ήμουν στο γάμο τις μέρες που οι Γάλλοι είχαν καταλάβει το νησί.
Στο γάμο περάσαμε καταπληκτικά. Βρήκαμε όσα χρυσάνθεμα θέλαμε, κολλήσαμε μια παραλία κοχύλια στις λαμπάδες, μαζέψαμε άλλη μια παραλία βότσαλα για να γράψουνε οι καλεσμένοι ευχές κι αυτοί μετά ζωγράφιζαν ζώα, κρεμάσαμε κορδέλες σε όλα τα δέντρα, δέσαμε τούλια σε όλες τις κολόνες του σπιτιού κι ας κόντεψα εγώ να σκοτωθώ γιατί η Μαργαρίτα, την κρίσιμη στιγμή, αντί να μου δώσει το πιστόλι σιλικόνης, χαιρετούσε τους φίλους της που περνούσαν με το αυτοκίνητο. Επίσης, έχω βάλει τόση σιλικόνη στους τοίχους του σπιτού της Βίβιαν για να στερεώσω τους τούλινους φιόγκους, που πιστεύω πως ο μπαμπάς της θα με φωνάξει να το βάψω από την αρχή.
Μετά, ο Στέφανος ήρθε στην εκκλησία με άλογο, πράγμα που έκανε μεγάλη εντύπωση σε όλους και κυρίως στο άλογο. Εμείς, στο μεταξύ, ντύναμε τη νύφη, εγώ έλεγα βλακείες γιατί είχα άγχος κι ο μπαμπάς της νύφης πετούσε βαρελότα ακριβώς έξω από το δωμάτιο, καπνοί, βροντές, ζέστη, αν δε φορούσα τις χρυσές πλατφόρμες, θα ένιωθα σαν τον Τσάρλι Σιν στο Πλατούν.
Με τα πολλά τη ντύσαμε τη νύφη, αν και ξεχάσαμε κάτι βασικό, το βάλαμε μετά, τελοσπάντων, και ξεκινήσαμε να πάμε στην εκκλησία. Φρούδες ελπίδες. Για να φτάσουμε, έπρεπε η Βίβιαν να χορέψει μπάλο με όλους τους παρευρισκόμενους και δεν ήτανε και λίγοι. Στο μυστήριο, φυσικά, έπεσε πολύ γέλιο. Εγώ, απέναντί μου, είχα μια καλεσμένη που είχε ένα λοφίο από ξανθό μαλλί και ψεύτικη κοτσίδα κι ήταν λίγο τρομακτική, οπότε προσπαθυούσα να κρυφτώ πίσω από τη Βίβιαν κι η Βίβιαν νόμιζε ότι βιαζόμουνα να αλλάξω τα στέφανα. Επίσης φυσούσε και μου σηκωνόταν το φουστάνι, μεγάλη επιτυχία, στο τέλος, το στερέωσα στο νυφικό και ησύχασα.
Μετά, πήγαμε στο γλέντι κι έπρεπε να χορέψουμε το συρτό του γάμου, τζάμπα πήγανε οι πρόβες, τα έκανα θάλασσα, εγώ και όχι ο Κωνσταντίνος. Αφού, στο τέλος, η Βίβιαν μου είπε, εντάξει, τώρα, κάτσε κάτω, φτάνει. Τελικά, ο μπάλος δε συμπεριλαμβάνεται στα ταλέντα μου. Δεν πειράζει, ζωγράφισα ωραία φωτιστικά.
Αργότερα, κι όπως το θέλει το έθιμο στους παριανούς γάμους, μιλάμε όμως για πολύ αργότερα, έτσι, είχε αρχίσει να χαράζει και τα αυτιά μας είχαν αρχίσει να χαράζουν επίσης, ακόμα ακούω βιολιά και λαούτα στον ύπνο μου, σερβίρανε κοτόσουπα και βραστό κοτόπουλο, όπου εμείς γελάσαμε πολύ γιατί, από μια παραξενιά της τύχης, στο τραπέζι μας ήρθε το πόδι του κοτόπουλου, με όλα τα νύχια κι ο Κωνσταντίνος το πήρε και το έβαλε μέσα στο μανίκι του και έκανε πως κρατούσε το τσιγάρο και καταλαβαίνετε. Έπειτα, μια καλή κυρία μας πήγε στο σπίτι, ο Γιάννης, που είχε γίνει στουπί, κοιμήθηκε σε 2 δευτερόλεπτα μέσα στο αυτοκίνητο κι όταν φτάσαμε ξύπνησε καταχαρούμενος, είπε "καληνύχτα, ποιά είστε, ευχαριστούμε" και ξανακοιμήθηκε. Μετά, κοιμήθηκα κι εγώ και ξύπνησα ξανά στη Σαντορίνη.
Αδερφέ, δε φαντάζεστε πόση φασαρία έχει εδώ μέσα, στο νετ καφέ, τα βρωμόπαιδα δεν έχουν διάβασμα για αύριο; Φεύγω τώρα, γιατί μ' έχει πιάσει πονοκέφαλο κι ο διπλανός μου έχει αντι-magic κι έχει γίνει πολύ απειλητικός.

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Και όμως.



Καταρχάς, ζω, κι ας έχω να φανώ ένα μήνα της πηγής η καρδερίνα. Αυτή η Σαντορίνη μπορεί να μου έδωσε δουλειά, αλλά μου πήρε όλα τ’ άλλα και κυρίως το διαδίκτυο. Αλλά, δεν πτοούμαι, για το πείσμα σας, γουρούνια, θα αντέχω κι όσο κι αν χάνομαι, θα επιστρέφω. Χαραμίζομαι, κι όλα αυτά με το Γιάννη δίπλα μου να μου διαβάζει ηλίθιες ατάκες από ένα application στο κινητό του, το οποίο για να το φορτίσει πρέπει να στερεώσει το φορτιστή με 4 λαστιχάκια και να του δώσει κλίση 37,6 μοιρών, αλλά κατά τα άλλα έχει applications, τρομάρα του.
Τελοσπάντων, είμαστε στην Πάρο, άλλη κουκίδα στο Αιγαίο. Εγώ μάλλον ζω σε άλλον κόσμο, αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω μετά από δέκα λεπτά στο διαδίκτυο. Σε 5 μέρες είναι ο γάμος στον οποίο εγώ θα είμαι κουμπάρα, η Βίβιαν νύφη, ο Στέφανος γαμπρός, ο Κωνσταντίνος συγκούμπαρος κι οι υπόλοιποι κατουρημένοι από τα γέλια. Ομολογώ ότι νιώθω λίγο άσχημα, γιατί τίποτα δεν έχω κάνει που μια κουμπάρα κάνει κανονικά, λόγω της Σαντορίνης πάλι, με αποτέλεσμα ο Στέφανος να παραπονιέται ότι στο Jumbo τον ξέρουν με το μικρό του όνομα. Ούτε το προσκλητήριο δεν έχω δει ακόμα, υποπτεύομαι πως με έχουν κοροϊδέψει κι όταν το δω, θα μου πέσει από τα χέρια, γιατί θα έχουν βρει άλλη κουμπάρα.
Έφυγα από τη μία κουκίδα εν μέσω καθολικών διαμαρτυριών γιατί φεύγει η καλύτερη ξεναγός του νησιού και μπήκα σε ένα λεωφορείο γεμάτο Γάλλους, για άλλη μια φορά, αλλά δε δούλευα κι ήταν μια απίστευτη απόλαυση, γενικά, δεν αντέχω άλλους Γάλλους, τελειωμό δεν έχουν.
Ώσπου να φτάσω στην άλλη κουκίδα, έκανα μια λίστα με τις δουλειές που πρέπει να κάνουμε μέχρι το γάμο κι η Βίβιαν είπε πως το ίδιο έχει κάνει κι αυτή, οπότε από λίστες είμαστε πλήρεις. Το βασικό, βέβαια, είναι πως ο συγκούμπαρος έχει πάρει κοστούμι, διότι μέχρι την τελευταία στιγμή πιστεύαμε πως θα εμφανιστεί με βερμούδα-σαγιονάρα. Όχι ότι τώρα μας εγγυάται κανείς πως δεν θα το κάνει, αλλά η ελπίδα είναι γνωστό ότι πεθαίνει τελευταία. Επίσης, οι φιόγκοι για τα παπούτσια της κουμπάρας είναι έτοιμοι και όλοι τους περιμένουν με ανυπομονησία.
Ο Κωνσταντίνος, τις τελευταίες δύο εβδομάδες, με πήρε τηλέφωνο 4 φορές να με ρωτήσει αν χρειάζομαι λεφτά, στο τέλος του είπα πως έχω ένα δάνειο στην Εθνική, άμα θέλει να του στείλω τον αριθμό λογαριασμού να το τακτοποιήσει. Δε με ξαναπήρε από τότε.
Τώρα περιμένουμε το Στέφανο και τη Βίβιαν να έρθουν, υποπτεύομαι πως έχουν πνίξει ο ένας τον άλλον ή ίσως αλληλοσκοτώθηκαν με τα κασπώ από το Jumbo.
Έχω να σας πω πολλές ιστορίες με Γάλλους, αλλά τώρα πρέπει να φύγω γιατί ήρθανε κι οι λαμπάδες εκσφενδονίζονται. Κι επίσης, δεν ξέρω αν θα ξαναπώ ιστορίες γενικά στη ζωή μου, γιατί διάβασα πρώτον το 1Q84 του Χαρούκι και δεύτερον ένα διήγημα και τι δουλειά έχω εγώ με τα πληκτρολόγια μετά από αυτά; Σας φιλώ και μου λείπετε.