Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Αγάπης αγώνας άγονος.



Εγώ θα την πω την αμαρτία μου και πείτε με, άμα θέλετε, και νεοφιλελεύθερη, μέχρι και αφελή να με πείτε, εγώ θα το αντέξω. Τις βαρέθηκα, φίλοι μου, τις εργατικές Πρωτομαγιές: έλεος κάθε χρόνο, γιατί πρέπει την πιο μαυλιστική εποχή εσύ να θυμάσαι τις αγωνιστικές σου υποχρεώσεις και να διαδηλώνεις ενάντια στις απολύσεις, την ανεργία, τους φόρους και τις έκτακτες εισφορές; Εντάξει, ξέρω γιατί, μη βρεθεί κάνας αγκιτάτορας (έλα, τζάμπα τόσο καιρό τα ρώσικα δεν έχουν πάει, μια ορολογία την κατέκτησα) να με πρήξει για τις κατακτήσεις του προλεταριάτου, δεν είμεθα ανιστόρητοι, ερωτευμένοι είμεθα.
Θα γιορτάσω, το λοιπό, την ερωτική Πρωτομαγιά. Σε πείσμα των καιρών και των λογάδων και των πολιτικών, εγώ θα γιορτάσω τη μεγάλη μου αγάπη και ποσώς ενδιαφέρομαι για τους κοινωνικούς αγώνες. Ο πιο σημαντικός αγώνας είναι ο αγών του έρωτος, ο αγών να ζήσεις μαζί. Κι επειδή τον παλεύουμε ακόμα αυτόν τον αγώνα, εδώ κι 9 χρόνια, και τίποτε ακόμα δεν έχομε μάθει, απλά θα περπατήσουμε στον ήλιο και θα ευχηθούμε να μην ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι, διότι καταντά βλασφημία. Θα αγκαλιαστούμε στη μέση του δρόμου και δε θα πούμε τίποτε, διότι πόσα να πεις πια; Ακόμα κι εγώ ξεμένω από λόγια.
Θα τη γιορτάσω την ερωτική μου Πρωτομαγιά και φορώντας μια μπουρζουάδικη λαχανί φούστα, κοντή, για να χαϊδέψει ο ήλιος τα πόδια μου που όλο το χειμώνα ασφυκτιούσαν κλεισμένα σε καλσόν και παντελόνια. Γιατί χαίρομαι την Πρωτομαγιά κι εγώ όταν είμαι χαρούμενη θέλω να φοράω φούστες, να ανεμίζουν στους αέρηδες και να γελάνε. Δεν είναι πως ξεχνώ τον έρωτά μου τις υπόλοιπες μέρες, απλά η Πρωτομαγιά είναι το σύμβολο κι ακόμα κι όταν δε θέλει κανείς να διαδηλώσει, τα σύμβολα είναι απαραίτητα, σε βάζουν ξανά στο δρόμο που έχεις χάσει. Κι ο έρωτας είναι απαραίτητος κι ας είναι απαιτητικός, που λέει κι ο Παύλος. Κι αυτός σε βάζει σε διάφορους δρόμους, όχι μόνο σε αυτόν που έχεις χάσει αλλά και σ’ αυτούς που περιμένουν υπομονετικοί να τους βρεις.
Θα συνεχίσουμε, λοιπόν, τον αγώνα μας, με μια ελπίδα: να λέμε, στο τέλος των ζωών μας, πως δεν τα παρατήσαμε. Πως δεν αφήσαμε να φύγει ο άλλος και πως νιώσαμε για δυο στιγμές αυτό που ένιωθε εκείνος ο άλλος. Και κάθε Πρωτομαγιά θα ευχόμαστε το ίδιο. Και κάθε Πρωτομαγιά θα φοράω μια λαχανί φούστα. (Ελπίζω να μην πρέπει κάθε Πρωτομαγιά να προλάβουμε τρένα και καράβια κι αυτά να απεργούν, διότι ΑΥΤΟ δεν θα το αντέξω.)

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Τα ταξίδια (του Γκιούλιβερ, των Κινέζων και τα δικά μου).



Αγαπημένοι μου, εδώ είμαι, δεν έφυγα, ελπίζω να μη φύγατε κι εσείς, διότι βαρεθήκατε περιμένοντας τον κοντό. Δηλαδή, έφυγα, αλλά για λίγο μόνο και ξαναγύρισα. Δεν ξέρω αν θα μείνω, δε δίνω πια άλλες υποσχέσεις, διότι δεν ξέρω η ζωή που θα με βγάλει κι αν εκεί θα μπορώ να γράφω.
Θα σας μιλήσω για τα ταξίδια μου και για αυτά που είδα εκεί που πήγα. Καταρχάς, πήγα το καθιερωμένο ανοιξιάτικο σχολικό τριήμερο στην Άρτα (μόνο, δίχως τα Γιάννενα), όπου, εκτός από το γνωστό γεφύρι, είδαμε και την ωραία Πρέβεζα, την ακόμα ωραιότερη Λευκάδα και έναν παλιό μου καθηγητή από τη σχολή ξεναγών. Εγώ διάβαζα τα βράδια στο ξενοδοχείο για να τα πω την άλλη μέρα στον εαυτό μου και στο φυτό της τάξης που με ακολουθούσε κατά πόδας και που στο τέλος της εκδρομής μου ανακοίνωσε περιχαρής πως «θέλει να γίνει σαν εμένα» κι όταν εγώ, εύλογα, τη  ρώτησα «δηλαδή, πως; Με μια σφουγγαρίστρα στο κεφάλι;» μου απάντησε «όχι. Θέλω να γίνω ξεναγήτρια, σαν εσάς». Σέκος η ξεναγήτρια.
Οι υπόλοιποι μαθητές πέφτανε ένας από ‘δω, άλλος από ‘κει, γκρινιάζανε επειδή τους μιλούσα 4 λεπτά μέσα στο λεωφορείο κι άλλα 4 σε κάθε χώρο και το μόνο που τους άρεσε ήταν η ομπρέλα μου (μια ασπρόμαυρη, με πλήκτρα πιάνου επάνω, που μου έχει χαρίσει η Δώρα), όταν τη σήκωνα για να με βλέπουν και να πλησιάζουν-εννοείται ότι δεν πλησίαζε κανένας, παρά καθόντουσαν πάνω στους σπασμένους κίονες και με κοιτούσαν με βλέμμα απλανές.
Εγώ δεν πτοήθηκα, μέχρι και city tour στην Πρέβεζα τους έβγαλα! Μα, η Πρέβεζα, δεν ξέρετε τι ωραία, εγώ ενθουσιάστηκα, ωραία δρομάκια, παραλία, το σπίτι του Καρυωτάκη, ποίηση! Κι η Λευκάδα πολύ όμορφη, έχει κι ένα καστράκι στο έμπα του νησιού, μπιμπελό. Τη Λευκάδα, που λέτε, την είχε πάρει προίκα ένας Ιταλός αριστοκράτης, ο Ορσίνι, και για να καταλάβετε πόσο με άκουγαν μικροί και μεγάλοι, δυο καθηγήτριες, μέχρι που φύγαμε, προσπαθούσαν να θυμηθούν πως λέγανε αυτόν που πήρε προίκα τη Λευκάδα, τι Ορτσόνι είπανε, τι Κορσίνι, δε λέγεται. Τίποτα, τζάμπα τα έλεγα, είναι τελικά τόσο μάταιη αυτή η δουλειά.
Μέσα στο λεωφορείο, καθόμουν με τα παιδιά και παίζαμε χαρτιά, αφενός διότι ο οδηγός ήτο φλύαρος και μάλωνε με τους καθηγητές κι εγώ δε μπορώ τις συγκρούσεις, μου διαταράσσουν την ισορροπία μου και μου κλείνουν τα τσάκρα μου, κι αφετέρου διότι εκεί που παίζαμε χαρτιά τους έκανα και μια επανάληψη γι’ αυτά που είδαμε, μπας και ξεστραβωθούν. Αλλά που. Αυτά μόνο το σεξ είχανε στο μυαλό τους.
Με τα πολλά, καταφέραμε να πάμε παντού όπου έλεγε το πρόγραμμα (διότι πρέπει να ξέρετε πως το πρόγραμμα είναι ιερό για τον ξεναγό, κάλλιο να βγεις από το δρόμο παρά από το πρόγραμμα) και αισίως επέστρεψα στο σπίτι μου, όπου έμεινα για καμιά 8 ώρες περίπου και το επόμενο πρωί πήραμε, με τον καλό μου, το δρόμο για την Αθήνα αρχικώς και για το νησί στη συνέχεια. Για την Αθήνα, εντάξει, δεν έχω τίποτα να πω, πέραν του κλισεδακίου «πως ζείτε σ’ αυτήν την πόλη;». Είστε σοβαροί; Στην Αθήνα; Φίλε, μιλάμε για μια πόλη γκρίζα αποκλειστικά. Ευτυχώς, φύγαμε γρήγορα και στο καράβι εγώ έφαγα ένα μάφιν, για να θυμηθώ τις ξένοιαστες μέρες της σχολής ξεναγών, όπου κάθε φορά που μπαίναμε σε Blue Star Ferry με τη Βίβιαν τρώγαμε μάφιν, αχ, those were the days! Ο Γιάννης, όσο εγώ έτρωγα το μάφιν, φωτογράφιζε τις βραχονησίδες που συναντούσαμε κι έπιανε φιλίες με κάτι Γιαπωνέζους (δεν ξέρω σε ποια γλώσσα) και τους έδειχνε πώς να χρησιμοποιούν τη φωτογραφική τους μηχανή και μετά ερχόταν και μου έκανε παράπονα: «μωρέ, τους άχρηστους, παίρνουν εκεί μια μηχανή και δεν ξέρουν να φωτογραφίσουν».
Παράλληλα, το καράβι ήταν γεμάτο με Γαλλάκια ξεμπράτσωτα και απόδετα και με Κινέζους, μιλάμε, μιλιούνια από Κινέζους, πιο πολλούς είχε το καράβι παρά το Πεκίνο. Οι Κινέζοι τρώγανε ότι υπήρχε πάνω στο καράβι κι οι Κινέζες φορούσαν ότι μπορείτε να φανταστείτε και μερικά ακόμη, που δε μπορείτε να τα φανταστείτε.
Κάποτε, η κιβωτός του Νώε έφτασε στο νησί κι εμείς ακλουθήσαμε μια κυρία που έμοιαζε ντόπια για να πάμε πιο γρήγορα στο ΚΤΕΛ, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε πως ο ξενοδόχος που είχαμε κλείσει μας περίμενε στο λιμάνι με το βανάκι του. Δεν πειράζει, είδαμε το ΚΤΕΛ και μερικούς Κινέζους ακόμα.
Μετά, ξεχυθήκαμε στο νησί, όπου ως επί το πλείστον είδαμε τουριστικά γραφεία, τουριστικούς πράκτορες εξαγριωμένους με τους ξεναγούς, Κινέζους, θειάδες, μαστόρια και κοσμήματα. Λογικά όλα αυτά. Ξεναγό δεν είδαμε κανέναν, όχι ότι ξεχωρίζουν και κάπως, βέβαια, όχι ακόμα τουλάχιστον, σε λίγο καιρό δεν ξέρω τι θα γίνει, μπορεί να φαίνονται από το γυαλιστερό μάτι.
Στα γραφεία που πήγα, γέλασα πολύ. Με αντιμετώπισαν με διάφορους τρόπους. Ένας με ρώτησε από πού ξεφύτρωσα, ένας άλλος με κοίταξε λες κι έβλεπε κατσαρίδα κι ένας τρίτος άρχισε να ουρλιάζει ότι οι ξεναγοί είναι καθίκια. Εγώ ήμουν πολύ ψύχραιμη, όπως πάντα, σε αντίθεση με το Γιάννη, ο οποίος με κοίταζε έντρομος κι αναρωτιόταν που πάω να μπλέξω. Χα. Το σωστό είναι, αυτοί που πάνε να μπλέξουν.
Την επόμενη μέρα, πήραμε ένα αυτοκινητάκι και πήγαμε σε δυο μουσεία κι έναν αρχαιολογικό χώρο, για να μην ξεχνιόμαστε, όπου φωτογραφίσαμε every bloody little stone και κάτι Κινέζες που φορούσαν όλα τα χρώματα του κόσμου.Επίσης, σκαρφαλώσαμε σε κάτι βράχια και φάγαμε τις ταπεινές μας μπανάνες στη σκιά ενός παρεκκλησίου, δίπλα σε μια ανεμοδαρμένη παραλία. Ο Γιάννης με κυνηγούσε και φώναζε "στάσου, μπανάνες" κι εγώ αναρωτιόμουν όντως που πάω να μπλέξω.
Όταν έφτασε η μέρα της αναχώρησης, παραλίγο να μη φύγουμε, διότι ο αέρας λυσσομανούσε. Στο λιμάνι, είχε φριχτό κόσμο συν ένα λύκειο ολάκερο (και τους γνωστούς Κινέζους) κι εγώ προσπαθούσα να εξηγήσω στο Γιάννη πόσο γρήγορος πρέπει να είσαι για να μπεις από τους πρώτους στο καράβι και να βρεις μια θέση, αλλιώς τη βγάζεις στο πάτωμα, αλλά αυτός επέμενε να αφήσουμε τις θειάδες να περάσουν, όπου θειάδες είναι δαίμονες μεταμφιεσμένοι, οι οποίοι ορμάνε, σε πετάνε στη θάλασσα και στρογγυλοκάθονται στους καναπέδες με το μπόγο αγκαλιά και θριαμβευτικό ύφος.
Τελικά δεν είχε και πολλή σημασία που θα καθίσουμε, αφού κούναγε τόσο, που το μισό καράβι ήταν αγκαλιά με τις τουαλέτες και μόνο εμείς και οι Κινέζοι (δεν καταλαβαίνουν τίποτα) ήμασταν ατάραχοι. Φτάσαμε πτώματα στην Αθήνα, δώσαμε τα τελευταία 15 ευρώ στο ταξί και πέσαμε ξεροί, αφού καταβροχθίσαμε τα τοστ της Βίβιαν. Την άλλη μέρα, ξεκινήσαμε να πάμε στο ΚΤΕΛ, αλλά, βρωμοαθήνα, κολλήσαμε κάπου, σε έναν μεγάλο δρόμο, τώρα μη με ρωτήσετε λεπτομέρειες, και χάσαμε το λεωφορείο. Οπότε, ξεμένουμε στο ΚΤΕΛ, με 5 ευρώ συνολικά, 2 βαλίτσες και 5 ώρες μπροστά μας. Κάποια στιγμή, πεινάσαμε και βγήκαμε προς άγραν γυράδικου. Βρήκαμε ένα που με τρία σάντουιτς (4,80) έδινε και μια κόκα κόλα δώρο, τα πήραμε και μετά ο Γιάννης ήθελε να βρούμε ένα δεντράκι, στη μέση της Αθήνας, να καθίσουμε από κάτω να τα φάμε. Κι είμαστε τώρα εμείς, με τους γύρους στο χέρι και τρέχουμε πάνω κάτω στη Λιοσίων για να βρούμε δεντράκι, αλλιώς ο Γιάννης δεν έτρωγε. Μη ρωτήσετε, αλλά βρήκαμε.
Μετά από όλες αυτές τις περιπέτειες, επιστρέψαμε στο σπίτι μας, που υπομονετικό και πενταβρώμικο μας περίμενε, αδειάσαμε τις βαλίτσες μας, γεμίσαμε το πλυντήριο και κοιμηθήκαμε επιτέλους στο κρεβάτι μας. Το ταξίδι αυτό ήταν ενδιαφέρον, εποικοδομητικό, ανησυχητικό και ξεσηκωτικό. Για να δούμε. Καληνύχτα σας.