Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Έχω τ' όπλο στον ώμο και σφαίρες πολλές.



Η ζωή μου είναι ένας πόλεμος.
Ενάντια στη σκόνη και τη βρωμιά, ενάντια στη HOL, ενάντια στη μιζέρια. Παλεύω κάθε μέρα να καθαρίσω, να πληρώσω κάτι, οτιδήποτε, να πάρω γάλα και μήλα, να γελάσω. Παλεύω να διατηρήσω τις σχέσεις μου, να θυμάμαι τα γενέθλια των φίλων μου, να τους παίρνω τηλέφωνο. Δεν υπάρχει ηρεμία και ξεγνοιασιά, πάντα κάποιος είναι λυπημένος ή αποθαρρυμένος, πάντα κάτι υπάρχει να φροντίσεις. Και όλα αυτά χωρίς να δουλεύω και χωρίς να έχω παιδιά.
Παλεύω να βρω τρόπους να κάνω τα παλιά καινούργια. Παλεύω να σηκώνω το τηλέφωνο όταν χτυπάει. Παλεύω να μην ανοίξω το γραμματοκιβώτιο, γιατί ποιος ξέρει τι θα πεταχτεί από κει μέσα. Παλεύω να μάθω ρώσικα και να ολοκληρώσω τα κείμενα της Δυτικής Ελλάδας. Παλεύω να διατηρήσω το ιστολόγιό μου.
Παλεύω και με τη ζήλια, να μη ζηλεύω τα ταξίδια και τα ωραία ρούχα, τα πράσινα μποτάκια με το τακούνι. Παλεύω να μην παραπονεθώ για την πούδρα ή το κομμωτήριο. Παλεύω να κρατήσω το χαμόγελό μου και να είμαι πάντα ευδιάθετη. Παλεύω να μην αποθαρρυνθώ.
Περισσότερο απ’ όλα, ωστόσο, παλεύω με τον εαυτό μου και με αυτά που μου κρύβει και μου επιφυλάσσει.
Με λύσσα πολεμάω το παράπονο, τη θλίψη, την απογοήτευση, να μην έρθουν, μη βρουν έστω και μια μικρή χαραμάδα και μπουν μέσα, γιατί μετά σου κατσικώνονται και δε φεύγουν ποτέ. Κλείνω τις πύλες των οχυρών μου και από τις ντάπιες μου πυροβολώ ασταμάτητα τη μιζέρια. Χτυπάω δυνατά τα πλήκτρα του υπολογιστή (θα τον χαλάσεις) για να τρομάξω την κούραση και φτύνω φαρμακερές λέξεις στα μούτρα της λύπης. Βάφω τα νύχια μου κόκκινα με το αίμα από τις πληγές που καταφέρνω στις στενοχώριες. Φουντώνω τα μαλλιά μου με τη λεπτή μαύρη χτένα που έφτιαξα από τα δόντια της μαυρίλας όταν της τα ξερίζωσα να μη μου δαγκώνει πια την ψυχή μου, και μοιάζω με εκείνα τα φουσκωτά ψάρια. Με τις μοβ γόβες μου ποδοπατάω τα παράπονα που σέρνονται ύπουλα στα πεζοδρόμια και με τη γυαλιστερή μαύρη τσάντα μου από το Τόκυο κοπανάω στο κεφάλι την καθημερινότητα που θέλει να μου κλέψει τη χαρά μου. Τα δίχτυα που στήνει τριγύρω μου η αίσθηση του μάταιου τα έκανα καλσόν (και καταλήγω να μοιάζω με ρολό κοτόπουλο όταν το φοράω) για να χορεύω τάνγκο με το Γιάννη. Στήνω τα βιβλία μου στη σειρά και φτιάχνω οδοφράγματα απέναντι στο στρατό της πεζότητας και κρεμάω τις λέξεις τους πανοπλία στο λαιμό μου. Παίρνω τον καλό μου από το χέρι και άτρωτοι και άοπλοι ορμάμε με φόρα μέσα από τα περίπολα της κακίας. Τρέχω με τα γκρι σπορτέξ μου πολύ γρήγορα και οι κακές αναμνήσεις τρώνε τη σκόνη μου. Η γλυστρίδα στο περβάζι απλώνει τα ροζ λουλούδια της και καταπίνει το γκρίζο του ακάλυπτου.
Έτσι πολεμάω. Κάθε μέρα και κάθε ώρα. Αλλά τα όπλα μου είναι πολύ δυνατά και δε με έχει νικήσει κανένας ακόμα.

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Η επίθεση της γιγαντιαίας πιπεριάς.



Η μάστιγα της οικογενειακής-προσωπικής αγροτικής παραγωγής, που πρόσφατα έχει πλήξει τη χώρα μας, όπου όλοι από τεχνοκράτες και τρυφερά πόδια έχουν μετατραπεί σε αγρότες και καλλιεργητές πατάτας, έχει χτυπήσει και το σπίτι μας. Το κέντρο της αγροτικής παραγωγής βρίσκεται στο χωριό, πράγμα το οποίο από μόνο του δε θα αποτελούσε πρόβλημα, αν το σπίτι μας δεν ήταν το κέντρο διανομής. Ότι παράγει το κτήμα και ο μπαξές, για τα οποία είμαστε ευγνώμονες, μη με παρεξηγήσετε, πρέπει να συλλεχθούν, να συγκεντρωθούν, να μετρηθούν, να τακτοποιηθούν σε καφάσια και να διανεμηθούν σε διάφορους γιατρούς και άλλους επαγγελματίες της πόλης. Και όλα αυτά γίνονται στο σπίτι μας.
Πια, τις εποχές δεν τις αντιλαμβανόμαστε από το ημερολόγιο ή τη θερμοκρασία, αλλά από το περιεχόμενο των καφασιών που κατακλύζουν το χωλ, την κουζίνα και το μπαλκόνι.
Τον Αύγουστο, δινόταν καθημερινά η μάχη των σύκων. Πρέπει να πέρασαν από εδώ ίσαμε 50 κιλά σύκα, προκειμένου να διανεμηθούν σε διάφορους γιατρούς της Κατερίνης. Άλλα 50 κιλά φάγαμε εμείς και πρήστηκαν οι κοιλιές μας. Μετά, άρχισε η περίοδος των κράνων. Τα ξέρετε τα κράνα; Είναι κάτι καρποί κόκκινοι και πικροί, που όμως κάνουν εξαιρετικό λικέρ, οπότε μπαίνουν στην κατηγορία των άξιων να διανεμηθούν προϊόντων. Μαζί με τα καφάσια με τα κράνα, συνωστίζονταν και τεράστια γυάλινα βάζα, όπου θα κατασκευαστεί το λικέρ. Τα βάζα αυτά έκαναν το σπίτι μας να μοιάζει με εργαστήριο παρανοϊκού επιστήμονα που ταριχεύει ανθρώπινα όργανα. Στο πάτωμα μονίμως υπήρχαν μικρές πορφυρές σταγόνες που οδηγούσαν στο πτώμα που κρυβόταν κάτω από το τραπέζι της κουζίνας (δεν είχαμε δει αρκετό Dexter τότε ακόμα για να ξέρουμε όλα τα μυστικά της δουλειάς). Μια φορά, μάλιστα, ο μπαμπάς του Γιάννη, που είναι ο πιο μολυσμένος από τη μάστιγα, ξέχασε για 5 μέρες ένα καφάσι με κράνα, τα οποία κόντεψαν να φυτρώσουν κάτω από το νεροχύτη.
Το χειρότερο, όμως, είναι οι πιπεριές. Δε μπορείτε να φανταστείτε πόσες πιπεριές. Πράσινες, κόκκινες, πορτοκαλί, μισές πράσινες μισές κόκκινες. Νομίζω ότι κάποια στιγμή με καταδίωκαν και στον ύπνο μου. Ότι ώρα και να έμπαινα στο σπίτι, υπήρχαν πιπεριές παντού, κάθε χρώματος, σχήματος και υφής, τις οποίες, μάλιστα, έπρεπε να παινεύω ασταμάτητα και να χαϊδεύω ηδονικά. Μια μέρα, έγινε ένας τρικούβερτος καυγάς, διότι ο Γιάννης την προηγούμενη μέρα δεν είχε πάει να παραδώσει το φορτίο με τις πιπεριές, ενώ η φορτωτική είχε κοπεί. Αντιλαμβάνεστε τι άκουσαν οι πιπεριές και που κατέληξαν.
Μεγάλος τρόμος ήταν και τα αγγούρια, όλο το καλοκαίρι. Εκεί που αμέριμνη καθόμουν και διάβαζα ή κολλούσα τις χαρτοπετσέτες μου, ένα αγγούρι εμφανιζόταν από το πουθενά, ξαπλωμένο σ’ ένα πιάτο κι εγώ έπρεπε να το φάω, εννοείται δίχως αλάτι, ξύδι ή λάδι. Ως άλλος σάτυρος, ο μπαμπάς του Γιάννη με κυνηγούσε με ένα αγγούρι στο χέρι, διότι «τρώγεται σα μπισκότο». Όχι, το αγγούρι, ότι και να κάνεις, δεν είναι μπισκότο. Είναι ωραίο, δροσερό κλπ, αλλά ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΠΙΣΚΟΤΟ. Πόσα αγγούρια να αντέξω η γυναίκα; Τις νύχτες, πεταγόμουν ιδρωμένη από τον ύπνο μου και έψαχνα πανικόβλητη κάτω από το κρεβάτι, μήπως εμφανιστεί καμιά απειλητική αγγουριά (ευτυχώς, προχτές ξεπάτωσε τις αγγουριές και γλιτώσαμε από τα πράσινα τέρατα).
Τώρα, τρέμω την εποχή του μαρουλιού, την έζησα και πέρσι. Για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό, υπάρχει μαρουλοσαλάτα με κρεμμύδι, σε κατατρύχει το μαρούλι και δε θέλεις να το ξαναδείς μπροστά σου, ακόμα και η μυρωδιά σε κάνει να τρέμεις. Αφού προχτές φάγαμε λίγο μαρούλι σε μια ταβέρνα και ένιωθα μια αόριστη ανησυχία, κοιτούσα τριγύρω, χωρίς να ξέρω τι με απειλεί. Αφήστε πια τα ρόδια, που είναι τώρα η εποχή τους. Το ρόδι θέλει πολλή προσπάθεια για να το στύψεις και μετά εσύ, που έχουν καθίσει και σου έχουν στύψει 6 ρόδια με το ζόρι, νιώθεις τύψεις και πρέπει να πιεις το χυμό και να αγνοήσεις τους κολλώδεις ροζ λεκέδες στο πάτωμα, διότι θα φανείς και γαϊδούρα αν μιλήσεις, οπότε καταπίνεις το χυμό και όλα τα άλλα μαζί.
Μεγάλος μπελάς είναι και τα ψάρια, τα οποία, εντάξει, δεν παράγονται στο μπαξέ ούτε ψαρεύονται, αλλά είναι το μοναδικό αποδεκτό τρόφιμο πλην του μαρουλιού και του αγγουριού. Με ρυθμό τρις εβδομαδιαίως σακούλες με ψάρια εμφανίζονται μυστηριωδώς στο ψυγείο και λέπια κολλάνε στους τοίχους της κουζίνας, σα φανελάκι καλοκαιρινό. Παράλληλα, μαζί με τα ψάρια που προορίζονται για μας, εμφανίζονται και βρωμερές εφημερίδες με μισοσάπια ψάρια για τα γατιά. Η ψαρίλα είναι ακατανίκητη. Μια φορά, μάλιστα, μια σακούλα με ψάρια (για τα γατιά) ξεχάστηκε στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας, με αποτέλεσμα η Δανιμαρκία να έχει βρωμίσει ολόκληρη, όχι απλά κάτι σάπιο να περιέχει.
Αυτός είναι ο πόνος μου, αγαπημένοι μου αναγνώστες, και ξέρω ότι τον συμμερίζεστε. Η διατροφική μας περιπέτεια δε σταματάει εδώ, σε λίγο θα ξεκινήσει η περίοδος της ελιάς. Μη με κακολογήσετε, μου αρέσουν τα αγγούρια κι οι πιπεριές πάρα πολύ και είμαι τυχερή που δε χρειάζεται να τα αγοράζω, απλά έχω πεθυμήσει κι εγώ η κακομοίρα μια τυρόπιτα για πρωινό, φτάνει με τη μαρουλοσαλάτα.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Σταχυολογήματα, ίαμβοι και ανάπαιστοι.



Ο κόσμος δεν πάει καλά, γνωστό, δεν περιμένατε εμένα να σας το πω, εγώ απλά θα σας δώσω μερικά παραδείγματα και προσωπικές εμπειρίες που διατρανώνουν και αποδεικνύουν εμπεριστατωμένα την προαναφερθείσα άποψη: ο κόσμος δεν πάει καλά (με αγαπάτε; Κι εγώ!).
Προχτές, ήμουν στη Θεσσαλονίκη (πολύ πρωτότυπο, πιο συχνά πάω στη Θεσσαλονίκη, παρά στην τουαλέτα), μέσα σε ένα λεωφορείο. Στα διπλανά μου καθίσματα καθόταν ένα νεαρό ζευγάρι, εξαιρετικά διαχυτικό. Η κοπέλα είχε τα πόδια της ανεβασμένα στο απέναντι κάθισμα. Μπαίνει μέσα μια κυρία μεσαίας ηλικίας (όπως μου είπε κι ο Παύλος σήμερα), φανερά εκνευρισμένη με τον κόσμο και με τα ίδια της τα άντερα, αν μου επιτρέπετε το νεολογισμό. Βλέπει τα πόδια της κοπέλας, της γυρνάει το μάτι και αρχίζει να ωρύεται πως πρέπει να τα κατεβάσει και πως θα φωνάξει τον οδηγό, οδηγέ, οδηγέ, κατεβάστε τους, και πως αυτή θα έρθει να καθίσει με άσπρο παντελόνι στη θέση και τι φταίει να είναι λερωμένη και απαράδεκτη είσαι, νεαρή μου, τι πράγματα είναι αυτά. Εγώ τρόμαξα από τις φωνές, καθώς ήμουν και ελαφρώς αποκοιμισμένη και είχα μείνει να την κοιτάζω αποσβολωμένη, όπως κι ένα παλικάρι δίπλα μου. Ο νεαρός του ζευγαριού της είπε ευγενέστατα πως έχει δίκιο και πως θα τα κατεβάσει τα πόδια η φίλη του, αλλά δε χρειάζεται να ταράζεται. Αυτή συνέχισε να ουρλιάζει, τι τρόποι είναι αυτοί κι έτσι σου έμαθαν. Μετά γύρισε σε μένα που κουβέντα δεν είχα πει η κακομοίρα και μου λέει «κι εσύ, κοπελιά, μη με κοιτάς έτσι, δίκιο έχω». Εγώ, που νευρίασα καθώς χειρότερο από το να με αποκαλέσουνε κοπελιά δεν έχω, της απάντησα «καθόλου δίκιο δεν έχετε, έπρεπε να εισηγηθείτε να τους τα κόψουνε τα πόδια, πολύ επιεική σας βρίσκω» και κατέβηκα από το λεωφορείο, διότι είχε αφιονιστεί και δεν ήξερα που θα οδηγούνταν η κατάσταση. Ευτυχώς, έχω αδελφή δικηγόρο και πολύ καλή μάλιστα, οπότε και φόνο να κάνω, θα με βγάλει λάδι.
Το επόμενο περιστατικό που δείχνει ότι ο κόσμος δεν πάει καλά έλαβε χώρα στην κοσμοπολίτικη Κατερίνη. Καθόμασταν σε μία καφετέρια και ρουφούσαμε αμέριμνοι μια σοκολάτα, μετά από μία τρελή ημέρα, κατά την οποία είχαμε πάει κι έρθει από το Δίον 2 φορές, με τη δεύτερη να κουβαλάμε μαζί μας κι έναν τύπο που έκανε οτοστόπ και αποδείχτηκε ότι βρωμούσε σαν Ορκ όταν μπήκε στο αυτοκίνητο. Εμφανίζεται μια λατέρνα (κανονική, όχι απ’ αυτές που συναντάς στα κλαμπς), ξεκούρδιστη ελαφρώς, αλλά με τον απαραίτητο κυριούλη να τη γυρνάει. Ακούμε τη λατέρνα, δίνουμε και τον οβολό, εγώ ήθελα να τον ρωτήσω πόσο κάνει, διότι εκεί μας βλέπω, αλλά ο Γιάννης δε με άφησε, και μετά ο λατερνούχος προβληματίστηκε διότι ήθελε να στρώσει ένα χαλάκι κάτω από τη λατέρνα, αλλά δε μπορούσε ταυτόχρονα να σηκώσει τη λατέρνα και να στρώσει το χαλάκι. Ζήτησε, λοιπόν, από έναν τύπο να του κάνει ένα καλό κι ο τύπος απάντησε «ανάλογα». Τι ανάλογα, ρε παπάρα, ανάλογα με τη μαλακία που σε δέρνει; Συγγνώμη δια τη γλώσσα μου, αλλά αγανάκτησα. Μα, ήταν ένας γεράκος που έσερνε τη λατέρνα και την πίκρα του μέσα στην κυριακάτικη ευμάρεια και σου ζήτησε απλά να τον βοηθήσεις να στρώσει ένα bloody χαλί κι εσύ του απαντάς «ανάλογα»; Μετανιώνω τώρα που δεν τον έβρισα, αποφάσισα πως στο εξής θα βρίζω, δεν είναι δυνατόν να έχει χαθεί η ευγένεια κι η ανθρωπιά από αυτόν τον κόσμο και όχι, δεν είμαι αφελής ούτε ηλίθια, οι άλλοι είναι αγενείς και ανάγωγοι. (Τελικά, σηκώθηκε ο Γιάννης και βοήθησε τον κυριούλη.)
Συνεχίζω: ήμασταν στη Δώρα και τρώγαμε ένα κοτόπουλο που το είχανε άσπλαχνα τυλίξει σε ρολό με τυρί και μπέικον (καημένο ζωντανό) και μας διηγήθηκε μια ιστορία την οποία μου επέτρεψε να αναδημοσιεύσω, με κίνδυνο να καταστραφεί κοινωνικά και επαγγελματικά. Γύρισε ένα βράδυ κουρασμένη από τη δουλειά κι ο καλός της είχε μαγειρέψει και στρώσει τραπέζι στο μπαλκόνι. Πριν κάτσουνε να φάνε, η Δώρα πήγε στην τουαλέτα για να μην αναγκαστεί να διακόψει το φαγητό της. Όταν επέστρεψε στο μπαλκόνι και κάθισε στην καρέκλα, ένιωθε ένα ξένο σώμα εκεί που δεν έπρεπε, σα να είχε κάτσει πάνω σε κάτι, αν εννοείτε τι εννοώ. Σηκώθηκε, κοίταξε, έγινε ρεζίλι στον καλό, αλλά δεν αντελήφθη κάτι. Συνέχισε να τρώει. Μετά το φαγητό και αφού η ενόχληση συνεχιζόταν, ξαναπήγε στην τουαλέτα και ανακάλυψε στο εσώρουχο ίχνη από μπλε και κόκκινη μπογιά. Έντρομη, βάζει το χέρι της στο σημείο από όπου λογικά προέρχονταν τα ίχνη και βγάζει την ξύστρα για τα μολύβια του μακιγιάζ! Το διανοείστε; Εμείς έχουμε πέσει κάτω από τις καρέκλες από τα γέλια κι η Δώρα μας περιγράφει την αγωνία της για το αν έπρεπε να αποκαλύψει το περιστατικό στον καλό ή όχι. Τελικά, το απεκάλυψε κι εμείς, μετά από ενδελεχή παρατήρηση του χώρου και του χρόνου, καταλήξαμε πως η ξύστρα είχε μπερδευτεί στο φουστάνι την πρώτη φορά που πήγε στην τουαλέτα και μετά, με κάποιον τρόπο, κατέληξε μέσα στο βρακί.
Ομολογουμένως, το τρίτο περιστατικό είναι άσχετο με τα προηγούμενα, αλλά πάντως το συμπέρασμα συνεχίζει να είναι ότι ο κόσμος δεν πάει καλά κι επίσης, είχε πλάκα και δε μπορούσα να το κρατήσω για τον εαυτό μου. Τώρα πάω να ψήσω τυροπιτάκια για τα γενέθλια του πιο όμορφου αγοριού στον κόσμο και σύντομα θα τα ξαναπούμε με τις καινούργιες περιπέτειες των weirdos.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Ο μέγας ψιθυριστής.



Αντίξοες συνθήκες, παγκόσμιες συνομωσίες, δυσμενείς αστρολογικές συγκυρίες και μια ξενάγηση στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη (Χριστέ μου, μία στη χάση και μία στη φέξη κάνω, χάθηκε ο κόσμος να είναι κάτι πιο ενδιαφέρον;) με κράτησαν μακριά σας όλες αυτές τις μέρες. Επιπλέον, δεν έχω ίντερνετ (και δεν ξέρω πότε θα ξαναέχω) οπότε μπορεί τώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμέςνα έχει έρθει το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρουμε, εγώ να έχω αναληφθεί στους ουρανούς ή να έχω μεταναστεύσει στον Καναδά ή στη Μ. Βρετανία (όπου είχα και μια πρόταση γάμου, διότι εδώ δε βλέπω φως, στο ράφι θα μείνω) και ο υπολογιστής σας να αυτοκαταστραφεί μόλις ολοκληρώσετε την ανάγνωση.
Στο μεταξύ, έχω πάθει παροξυσμό ντεκουπάζ και κοντεύω να χαρτοπετσετώσω όλο το σπίτι. Ο Γιάννης έχει κλειδώσει την ατλακόλ στο νοτυλάπι μπας και γλιτώσει κάνα έπιπλο κι εγώ έχω αρχίσει και κοιτώ άνωθεν: θα κάνω τώρα ντεκουπάζ στο ταβάνι, κάπου το είδα κι ήταν καλό, αν μου πετύχει, θα σας το δείξω.
Προς το παρόν, θα σας περιγράψω πως πέρασα προχτές που πήγα κάτι Βρετανούς σε διάφορες εκκλησιές. Καταρχάς, κατέβηκα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης μες στο άγριο χάραμα και οι μόνοι που συνάντησα ήταν κάτι βλοσυροί λιμενικοί που με κοιτούσαν παγερά. Μετά που κατέβηκαν και οι τουρίστες από το κρουαζιερόπλοιο, τους κοιτούσαν κι αυτούς παγερά. Κι ίσως αυτός να είναι ο λόγος που κρουαζιερόπλοιο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης είναι πιο σπάνιο και από καλλιεργημένο Κατερινιώτη. Στη συνέχεια, κι ενώ κόντευα να πάθω εγκεφαλικό από το άγχος, μία ευειδής νεαρά μου έδωσε ένα γουόκι τόκι στο οποίο εγώ θα μιλούσα και τα ξεναγούμενα υποκείμενα (σας έχω περιγράψει την πολυγνωμία σχετικά με το πώς αποκαλούμε τους τουρίστες, έτσι; Εμένα, πάντως, αυτό το «υποκείμενα» νομίζω μου ταιριάζει) θα με ακούγανε μέσα από τα ενσωματωμένα στα αυτιά τους ακουστικά. Τέλειο; Τέλειο. Δε χρειάζεται να ουρλιάζεις σα δαιμονισμένη, δε μαλώνεις με κανέναν, σε ακούνε όλοι και το καλύτερο: αν τους χάσεις μέσα στο μουσείο ή, χειρότερα, γύρω από το Λευκό Πύργο, απλά μιλάς μόνη σου και ξεκινάνε να έρχονται από διάφορες μεριές, σαν ζόμπι που μυρίστηκαν φαγητό. Ένιωθα λίγο θεός, λίγο ο Ορφέας με τη λύρα του και λίγο ο μαγικός αυλός ταυτόχρονα. Τώρα, αυτό το συστηματάκι το λένε αγγλιστί whisperer, προφανές γιατί, και είναι, σου λέει, πολύ της μοδός. Σκέφτομαι να πάρω ένα δικό μου, με ακουστικά και όλα, να το έχω πάντα, σας λέω, ενθουσιάστηκα. Η μόνη βλακεία είναι πως πρέπει να μην ξεχνάς ότι σε ακούνε πάντα, ακόμα κι όταν μονολογείς «τώρα τι να πω;»
Χάρη, λοιπόν, σε αυτό το πραματάκι και, φυσικά, στην έμφυτη ικανότητά μου ως ξεναγού, πήγανε όλα πάρα πολύ καλά, αν εξαιρέσεις ότι περάσαμε από μία εκκλησία για την οποία δεν ήξερα τίποτα και τους έλεγα κάτι γενικούρες, επίσης ότι είχανε λυσσάξει με ένα δέντρο και πως το λένε και τι χρώμα λουλούδια βγάζει, ήμαρτον, στο τέλος τους είπα ανερυθρίαστα ότι δεν ξέρω, κύριοί μου, πως το λένε το δέντρο, τόσα σας είπα, στο δέντρο κολλήσατε; Περνοδιαβαίναμε στην πόλη κι εγώ ήμουν τόσο χαρούμενη, δε φαντάζεστε, είχα και μια ταμπέλα να κρατάω για να με βλέπουνε, αλλά συνέχεια την ξεχνούσα και μια φορά την άφησα πάνω σ’ ένα μηχανάκι και τη θυμήθηκα 10 λεπτά αργότερα: γύρισα να την πάρω, το μηχανάκι είχε φύγει, αλλά η ταμπέλα ήταν ακουμπισμένη πάνω στο γρασίδι. Τυχερή. Μιλούσα στον ψιθυριστή μου, αλλά μερικές φορές ορισμένοι έμεναν λίγο πίσω ή στο απέναντι πεζοδρόμιο κι άλλα βλέπανε κι άλλα ακούγανε, αυτοί μάλλον θα με πήρανε για τρελή. Τους μιλούσα για τη Ροτόντα κι εβλεπαν την Εθνική Τράπεζα. Υπήρχε και ο απαραίτητος χωρατατζής του γκρουπ, ο οποίος μου έλεγε κάτι κρύα βρετανικά αστεία κι εγώ, ωστόσο, ευγενής και καλοαναθρεμμένη, γελούσα.
Με τα πολλά, τελείωσε η μέρα, αυτοί, γνήσιοι Βρετανοί, ανησυχούσαν μήπως δεν προλάβουν την τραπεζαρία ανοιχτή για το γεύμα κι εγώ, γνήσια Ελληνίδα, ανησυχούσα μήπως είχε μουτζουρωθεί τελείως το μολύβι στα μάτια μου. Παρέδωσα υποκείμενα και αντικείμενα, ταμπέλες, ψιθυριστές, κλπ και πήρα τηλέφωνο την Ελένη, η οποία είχε τον δικό της πόνο με τους Ολλανδούς της, που ξύνανε τους κούρους για να δούνε αν είναι από μάρμαρο ή ασβεστόλιθο. Μα να ξύσουνε τον κούρο; Ευτυχώς που δε δαγκώσανε και το δάχτυλο του Ηνίοχου για να δούνε αν είναι όντως χάλκινο. Μετά πήρα και τη Βίβιαν, η οποία επίσης μου διηγήθηκε μια αστεία ιστορία, όπου, στη βάφτιση που έγινε νονά, της έπεσε ο σταυρός του μωρού την ώρα που τον περνούσε στο λαιμό του (η Βίβιαν, όχι το μωρό) κι αυτή γονάτισε μπροστά στον παπά να ψάξει το σταυρό κι ο παπάς την έσπρωχνε με το πόδι, διότι ήθελε να γυρίσει το μωρό γύρω από την κολυμπήθρα. Γονυπετής η Βίβιαν, να κλωτσάει ο παπάς, να ουρλιάζει το μωρό, της κακομοίρας. Τελικά, ο σταυρός βρέθηκε στα ρούχα του μωρού. Αυτά σας τα λέω, για να μη λέει ο Παύλος ότι εμείς είμαστε οι wirdos, συμβαίνουν και σε άλλους περίεργα πράγματα.
Τώρα σας αφήνω, πάω να ψιθυρίσω κάτι σε μια κατσαρόλα στην κουζίνα.