Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

Κι όμως είμαι ακόμα εδώ. Κι αυτό το καλοκαίρι.


Πλάκα κάνεις. Από την 1η Αυγούστου; Έχω να φανώ 25 μέρες; Κι είστε εδώ ακόμα; Μπράβο μου, κάτι καλό θα είπα για να μη φύγετε. Πως περνάει ο καιρός. Ίσως αυτό να είπα, μεγάλη κουβέντα και πρωτότυπη κυρίως. Πάντως, αλήθεια, πως περνάει ο καιρός. Οι μέρες φεύγουν από μπροστά μου και από πάνω μου, μερικές φορές (ευτυχώς όχι πολλές) με σιχαίνονται κιόλας, που λέει κι ο ποιητής, και τρέχουν μακριά μου.
Δεν έχει αλλάξει και τίποτα, εδώ που τα λέμε. Ζω στη μαύρη τρύπα της μαύρης τρύπας του σύμπαντος, υποκρίνομαι ότι δουλεύω και ζουζουνίζω στο εργαστήριο του Γιάννη, ανακατεύοντας τις χάντρες του και χαλώντας τα ψαλίδια του, διαβάζω τα ρωσικά μου (για καθαρά φιλολογικούς λόγους, όχι ότι θα μου χρειαστούν και ποτέ) και πάω για τρέξιμο με τον κόουτς, τον οποίο πιάνει κανονικό παραλήρημα την ώρα που τρέχουμε και μου αναλύει όλα τα σημαντικά θέματα της ζωής. Μπορώ να κάνω ένα ξεχωριστό ιστολόγιο με τις θεωρίες του Παύλου. Προχτές μου περιέγραφε ακριβώς πως κατανέμει τις διάφορες δραστηριότητές του και πως έχει υπολογίσει πόσο χρόνο καταναλώνει για κάθε μία από αυτές κι επειδή θέλει να εντάξει και μια καλλιτεχνική δραστηριότητα, θα τρώει σπιρουλίνα (η οποία είναι φύκι, έτσι;) για να έχει περισσότερη ενέργεια. Γιατί εγώ πέφτω πάντα πάνω στους βλαμμένους, σε όποιο μέρος και να πάω;
Επίσης, κάναμε ένα μεγάλο πάρτι, πράγμα που κατανάλωσε πάρα πολλή από τη δική μας ενέργεια, γιατί το κάναμε στην ταράτσα κι έπρεπε να ανεβάσουμε ως εκεί τραπέζια, καρέκλες, πιάτα, ποτήρια, ποτά, φαγητά, δυο ηχεία ολυμπιακών διαστάσεων και μετά να τα ξανακατεβάσουμε κιόλας. Το αποτέλεσμα ήταν πως ήρθαν 67 άτομα, χορέψαμε μακαρένα περιχαρείς, ήπιαμε και στο τέλος ήρθε και η αστυνομία, ως επιστέγασμα. Ο Παύλος (που σχετικά με τα πάρτι έχει 2 θεωρίες: πως μόνο αν έρθει η αστυνομία είναι πετυχημένα και πως πρέπει να έχει αποκλειστικά κεφτεδάκια και τυροπιτάκια για φαγητό) είπε στα όργανα πως κακώς ήρθαν, διότι το πάρτι δεν ήταν μασκέ. Μετά, έφυγαν όλοι και ανακαλύψαμε πως μας είχαν μείνει 6 κουτιά με παγωτίνια, περίπου 12 μπουκάλια με διάφορα κρασιά, 2 μακαρονοσαλάτες, ίσα με 4 χιλιόμετρα λουκάνικα και κάτι πολύ ωραία πουγκιά με λαχανικά που έφτιαξε η Έλενα. Εγώ πάντως έμεινα πολύ ευχαριστημένη, διότι επιτέλους έγινε το μεγάλο πάρτι που θέλω εδώ και κάνα 4-5 χρόνια να κάνω, αλλά ήμουν στην Κέρκυρα, όπου, ως γνωστόν, είναι όλοι ξενέρωτοι, οπότε δύσκολο να κάνεις πάρτι.
Ταυτόχρονα με το πάρτι, τα Σάββατα του καυτού καλοκαιριού παραδίδωμε (ο Γιάννης δηλαδή, εγώ ζουζουνίζω, όπως προανέφερα) μαθήματα κατασκεύης χειροποίητου κοσμήματος (με γκασμά, στην κοινή καθομιλουμένη) σε παιδιά και ενήλικες. Όπως φαντάζεστε, καταλήγουμε να φτιάχνουμε εμείς όλα τα κοσμήματα όλων των ενηλίκων και όλων των παιδιών, αφού μας έχουν κουρελιάσει τα νεύρα, διότι τελείωσαν οι κόκκινες χάντρες και «Κατερίνα, δώσε μου λίγο σύρμα» και «Κατερίνα, τι χρώμα Swarovski να βάλω;» και «Γιάννη, τι ωραία μπράτσα που έχεις, πας γυμναστήριο;» (το άκουσα και αυτό) και «κυρία, δε μπορώ να το κάνω, θα μου το κάνετε;», «κυρία, πόσο νήμα να κόψω για το βραχιόλι;», παναγία μου, πως γίνεστε δάσκαλοι; Ευτυχώς τελείωσαν τα μαθήματα, πιστεύω δε θα αντέχαμε για πολύ ακόμα, έχουμε δει και πολύ Dexter, έτοιμα τα είχαμε τα νάιλον. Τέλοσπαντων, το κάναμε κι αυτό.
Τι άλλο έγινε; Μου λείπει το νησί και οι φίλες μου, αλλά αυτό δεν έγινε τώρα, είναι γενικώς κι επίσης, το παλεύω κι εδώ να βρω καινούργιους φίλους, μου κρύβονται, βέβαια, αλλά θα δείτε, θα τους ξετρυπώσω. Επίσης, η Δώρα τα ‘φτιαξε με έναν πολιτικό μηχανικό, που ακούγεται να είναι πολύ καλός, αλλά του αρέσει το χρώμα ασβεστί στα νύχια κι η Δώρα έχει πρόβλημα γιατί ως τώρα τα έβαφε στην καλύτερη περίπτωση κόκκινα, πώς να την παλέψει με το ασβεστί; Εγώ της είπα πως αυτός μάλλον το ‘χει πάθει από τις οικοδομές που τριγυρίζει, ως πολιτικός μηχανικός, και πως μια χαρά είναι το ασβεστί, σκέψου να ήταν αυτός, ξέρω ‘γω, βοθρατζής ή κάτι τέτοιο.
Επίσης, έχω πολλά ακόμα να σας πω, κάτι ιστορίες με το μπαμπά του Γιάννη που θα γελάτε 5 μέρες, αλλά νυστάζω μέχρι λιποθυμίας και αύριο φεύγουμε επιτέλους για «τύπου διακοπές» στο απόλυτο καλοκαιρινό μέρος (το Φανό, όπου πέρασα όλα τα παιδικά μου καλοκαίρια) και πρέπει να ξυπνήσω νωρίς, οπότε σας αφήνω κι όταν γυρίσω θα έχω να σας πω και για τη βάφτιση των ανιψιών μου. Τα γλυκά μου.
Καλό καλοκαίρι!

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

Στου χαντάκ' θα με βρούνε.


Αστράφτει και βροντά από χτες το βράδυ κι εγώ αστράφτω και βροντώ από το Σάββατο το μεσημέρι, όπου έπεσα πάνω σε μια βλακεία που έγραψε κάποιος στο facebook και τράβηξα μεγάλη σύγχυση. Κι έκτοτε, συνεχίζω να συγχύζομαι και παράλληλα μου δημιουργείται η αίσθηση πως γίνομαι σταδιακά ανθέλληνας.
Δε μας χωνεύω, ρε παιδί μου, ως λαό, πως το λένε, όσο περνάνε τα χρόνια, οι εκλογές, τα άρθρα, τα σχόλια κι οι συζητήσεις, καταλήγω στο συμπέρασμα πως είμαστε τουλάχιστον ανόητοι, μικρόνοοι, αλαζόνες και φαντασμένοι. Και λέω κιόλας, καμιά φορά, καλά να πάθουμε ή, αγγλιστί, για να σταματήσει αυτό το παραμύθι με την ελληνική γλώσσα-κι άλλες γλώσσες έχουν ωραία εκφραστικά μέσα-we had it coming.
Επί της γλώσσας, λοιπόν, και η ταραχή μου.
Έγραφε μια παλιά μου συμμαθήτρια στο facebook, κάτω από τον τίτλο «ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ-ΕΛΛΑΔΑ», ένα κατεβατό από αρχαία ελληνικά ονόματα, υπαρκτών τε και μυθολογικών προσώπων, χωρίς καμία σειρά, αλφαβητική, χρονολογική ή έστω κατά σημασία επιτεύγματος, (Σωκράτης, Αλέξανδρος, Αχιλλέας, Πυθαγόρας, κλπ) και συνέχιζε, με υπότιτλο «Μ. Βρετανία», με άλλα ονόματα, αγγλικά, σε παρόμοιο συνονθύλευμα (Beckam, Mr Bean, James Bond, κλπ). Δεν είχα δει την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Λονδίνο, αλλά αντελήφθην, εκ των υστέρων, όταν μου την περιέγραψε λεπτομερώς η αδελφή μου, πως εκεί αναφερόταν το σχόλιο, το οποίο τελείωνε με την υπαινικτική φράση «Τα συμπεράσματα δικά σας…». Ότι και καλά, οι Άγγλοι υστερούν και μόνο αυτά είχαν να δείξουν. Οκ, αναμενόμενο, μαζί και τα like που έπεφταν σωρό.
Αλλά εκεί που εκνευρίστηκα ήταν όταν κάποιος σχολίασε τα εξής: «και βρέθηκε και κάποιος ανιστόρητος άγγλος να πει ενοποιών όλων πως οι Ο.Α. επίστρεψαν σπίτι τους».
Πριν κοκορευτούμε για τη γλώσσα και την πατρίδα που μας έδωσαν (κάποιοι άλλοι, όχι ότι εμείς κάναμε και τίποτα) ελληνική, ας μάθουμε να τη μιλάμε και να τη γράφουμε. Που βγήκε ο ανορθόγραφος (άκου ενοποιών! Τι ακριβώς ενοποιούσε; Τη βλακεία με την αμορφωσιά;) και αστοιχείωτος να κατηγορήσει «κάποιον ανιστόρητο άγγλο», δηλαδή το Βέλγο πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής Jacques Rogge. Αυτό ήταν η αφορμή. Πολλάκις έχω αγανακτήσει με τις τερατώδεις ανορθογραφίες και τα ασύλληπτα συντακτικά λάθη που αντικρίζω σε σχόλια και παρεμβολές που υπεραμύνονται της γλώσσας, της ιστορίας, του πολιτισμού και διαφόρων άλλων της Ελλάδας. Μπορεί να έχουν δίκιο αυτά τα σχόλια, αλλά όταν γράφονται σε άπταιστα greeklish ή με φριχτά λάθη, που αν τα έβλεπε ο Αριστοτέλης ή ο Σωκράτης, θα τους πέφτανε και τα λίγα μαλλιά που τους είχανε απομείνει, μετατρέπονται σε φαιδρότητες που δε μπορεί κανείς να πάρει σοβαρά. Πρώτο αυτό. Μάθετε να γράφετε και να μιλάτε και μετά περηφανευτείτε που είστε Έλληνες. Η δομή και η πορεία της ελληνικής γλώσσας είναι πράγματι πλούσια και μαγευτική, αλλά είναι κι εξίσου πολύπλοκη. Επίσης, εξίσου πλούσιες και μαγευτικές είναι και διάφορες άλλες γλώσσες του κόσμου-το ότι εμείς δεν το γνωρίζουμε αυτό, δεν το κάνει και να μην υπάρχει.
Κι αυτό μας φέρνει στο δεύτερο. Γενικά, έχουμε την τάση να μειώνουμε ή και να υποκρινόμαστε πως δεν υπάρχει (διότι άκουσα και το αμίμητο «οι Άγγλοι δεν έχουν λογοτεχνία», έρμε Σαίξπηρ, τσάμπα έφαγες τα χρόνια σου) οτιδήποτε δεν είναι ελληνικό-κακώς. Δεν θα κουραστώ ποτέ να το λέω και να μαλώνω γι’ αυτό, δεν είμαστε ο περιούσιος λαός, για δύο λόγους, επειδή δεν υπάρχει περιούσιος λαός-εφτά δισεκατομμύρια όντα υπάρχουν στη γη κι όλα έχουν την ίδια σημασία-κι επειδή, και να ήμασταν κάποτε, μόνοι μας βάλαμε τα χεράκια μας και βγάλαμε τα ματάκια μας. Αν ρίξουμε μια μικρή ματιά στην παγκόσμια ιστορία (ω, ναι, υπάρχει και παγκόσμια ιστορία, όχι μόνο ελληνική) θα ανακαλύψουμε την Αμερική ή, πιο επιστημονικά, τα επιτεύγματα και άλλων λαών. Γενικά, αυτή είναι η μαγική φράση. Και άλλοι λαοί. Αλλά, αδιάβαστοι καθώς είμαστε και ακατάδεχτοι, δεν ξέρουμε τίποτα και το χειρότερο, δε θέλουμε και να μάθουμε. Κι εδώ είναι το μεγάλο μας λάθος. Αν δεν έχεις γνώση, δεν έχεις και δύναμη, όπως λέει κι ο Παύλος. Οι Έλληνες νομίζουμε πως έχουμε τη γνώση από γεννησιμιού μας. Αμ δε. Πρέπει να την αποκτήσουμε τη γνώση και μετά θα έχουμε και τη δύναμη να υπερασπιστούμε τη χώρα μας απέναντι στις αδικίες που της γίνονται-αν της γίνονται.
Μην πιστέψετε πως δεν αγαπώ την Ελλάδα-ένας από τους λόγους που έγινα ξεναγός είναι πως την αγαπώ πολύ (ο άλλος είναι τα λεφτά). Επειδή την αγαπώ κι επειδή δε μπορώ να βλέπω να κατακρεουργούν και να καπηλεύονται την ιστορία της, τη γλώσσα της και το παρελθόν της διάφοροι άχρηστοι που δε μπορούν να κάνουν τίποτα από μόνοι τους, τα λέω αυτά.