Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Εδώ ο κόσμος καίγεται.


Μολονότι πνίγομαι στο διάβασμα και είμαι πτώμα και αύριο έχω να ξυπνήσω στις 6.30, κάθομαι και γράφω (σημειωτέον κάθομαι στο σπίτι μου, με απειλητικές κούτες να με τριγυρίζουν χάσκοντας μισάνοιχτες, λες και θα βγουν από μέσα τέρατα).
Είδα το περίφημο βίντεο της Κατερίνας Μουτσάτσου. Είδα και τη διαφήμιση της καναδικής μπίρας που προφανώς την ενέπνευσε (η μπίρα πάντως είναι, όσο να πεις, εμπνευστικό ποτό). Είδα κι έναν τύπο που λέει τον πόνο του ως απάντηση. Υποθέτω πως υπάρχουν κι άλλα σχετιζόμενα βίντεα. Διάβασα και διάφορα άρθρα, καθώς και διάφορα σχόλια των αναγνωστών των άρθρων.
Και ήρθε η ώρα να μιλήσω.
Την πρώτη στιγμή που είδα το βίντεο (δίχως να έχω δει ή διαβάσει τίποτε άλλο σχετικό), όπως καταλαβαίνετε, μου ήρθαν γέλια. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει, διότι τα περισσότερα πράγματα που βλέπω ή διαβάζω μου προκαλούν γέλια, βεβαίως προβληματικό, αλλά, έλα, δέξου τους φίλους σου με τα ελαττώματά τους.
Αυτή, δηλαδή, ξύπνησε το πρωί κι είπε, ωραία, θα φτιάξω ένα βίντεο, διότι τα έχω πάρει με τον κόσμο; Μήπως είχε περίοδο; Δεν είναι ντροπή, εγώ όταν έχω περίοδο, είναι να μη βρεθείς στο δρόμο μου, όχι I am hellene μπορώ να ουρλιάξω, μέχρι και this is Sparta λέω αντί για καλημέρα. Τέλοσπαντων, για κάποιον λόγο το είπε και βρήκε μάλιστα και άλλους να συμφωνούν, οπότε έκατσαν όλοι μαζί, δούλεψαν ξέρω γω λίγο καιρό κι έφτιαξαν αυτό το βίντεο. Γιατί;
Δέχομαι πως έχει ξυπνήσει η εθνική υπερηφάνεια (αν και, προσωπικά, στην εθνική υπερηφάνεια αυτών που από τα εξωτερικά και εκ του ασφαλούς ωρύονται για την κατάσταση στην οποία έχουν φέρει ΟΙ ΚΑΚΟΙ την Ελλάδα και θυμούνται τη γραφική τους χώρα δεν έχω καμία εμπιστοσύνη-αν αγαπάς, φίλε μου, την Ελλάδα και τη θεωρείς τιμία πλην πτωχή και ατυχήσασα, για έλα κατά δω, μπας και τη σώσουμε όλοι μαζί, διότι έξω απ’ το χορό λέμε πολλά τραγούδια πάντα: διδακτικό τέλος της φαινομενικά ατελείωτης παρένθεσης) κι ήθελε, η κοπέλα, να τα πει και να ξεσπάσει. Χάθηκε, όμως, βρε παιδί μου, λίγη καλαισθησία; Αυτές οι φωτογραφίες που έπεφταν από πίσω, αυτή η γραμματοσειρά, χάλια η αισθητική-κι είναι σημαντικό πράμα η αισθητική, ακόμα κι αυτοί οι ταλαίπωροι αρχαίοι, που αν ήταν εδώ τώρα θα είχαν πολιτογραφηθεί όλοι Σκύθες, την είχανε περί πολλού κι όλη τους η καθημερινότητα ήταν μες στην ομορφιά και την αρμονία.
Ας δεχτώ, όμως, και την ακαλαισθησία, σημείο των καιρών, βλέπεις, ή ένδειξη της πηγαίας αγανάκτησης. Αυτή η καπήλευση των αρχαίων Ελλήνων μπορεί πια να έχει ένα όριο; Οι άνθρωποι υπήρξαν, γεγονός, εφηύραν πολλά πράγματα, πολλές έννοιες, δημιούργησαν αξιοθαύμαστο πολιτισμό, ας τους αφήσουμε να αναπαυτούν στις δάφνες τους. Ας μελετήσουμε τη δραστηριότητά τους και τα κατορθώματά τους. Ας τα χρησιμοποιήσουμε κιόλας-θεμιτό, έως υποχρεωτικό.
Τους θαυμάζω κι εγώ. Αλλά μου τη σπάει πολύ που τους βάζουμε μπροστά σε όλα. Τους προγόνους μας. Επειδή υπήρξαν αυτοί, εμείς είμαστε στο απυρόβλητο; Γιατί; Μπορεί κάποιος να μου το εξηγήσει;
Την αγαπώ κι εγώ την Ελλάδα και είμαι ελληνίδα. Και κάνω αυτή τη δουλειά που κάνω (ε, λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα-κάνω δουλειά, τώρα, σιγά) ακριβώς επειδή αγαπώ την Ελλάδα (και μη με κοροϊδεύετε, εντάξει;). Δεν μπορώ, όμως, να μην αναγνωρίσω τα λάθη που έκανε η χώρα μου. Και, το έχω ξαναπεί, δεν μπορώ να αγνοήσω ένα πράγμα που λέγεται συλλογική ευθύνη.
Αλλά, όχι. Συλλογικό είναι μόνο το ένδοξο παρελθόν. Για όλα τα υπόλοιπα, που μπορεί να μας φέρνουν σε αμηχανία, καμία συλλογικότητα, έτσι; Όλα γίνανε από μόνα τους. Έλληνας είσαι μόνο όταν είσαι απόγονος των αρχαίων, όχι κι όταν κάνεις κομπίνες, βγάζεις άτιμα λεφτά, τρως δημόσιο χρήμα, στηρίζεις ανέντιμους ανθρώπους, χρηματίζεσαι, βάζεις άλλους να κάνουν τη δουλειά σου, αλλά πληρώνεσαι γι’ αυτή και χίλια δυο άλλα ανήθικα στην κυριολεξία πράγματα; Μάλλον.
Όσο για τον όρο hellene, αγνοώ αν είναι δόκιμος ή πιο σωστός από το greek (εντάξει, δεν το αγνοώ, απλά νύσταξα), αλλά μου φαίνεται μεγάλη ανοησία να έχει πάρει φωτιά ο κώλος σου και να σε νοιάζει πως σε λένε οι Άγγλοι ή οι Αμερικάνοι. Καλύτερα να αγχωθείς για το τι θα ψηφίσεις.

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Συγκέντρωση μετοίκων.


Έχω χάσει το μπούσουλα με τα ηλεκτρονικά, κάτι ο ιστολόγος που άλλαξε τα συστήματα του και δεν ξέρω ούτε την ανάρτηση που ανεβάζω, μόλις το έμαθα κι ήθελα να βάλω και ετικέτες, τρίχες, άντε ξανά από την αρχή, κάτι οι καινούργιες ανοησίες του facebook, δουλειά δεν είχε ο διάολος, τη μισή μέρα την πέρασα ψάχνοντας τα κουμπάκια. Τι χαρά είναι αυτή να τα αλλάζουνε κάθε τρεις και λίγο.
Ταυτόχρονα, έχω κολλήσει στο πληκτρολόγιο τα ρώσικα γράμματα, διότι η αντιστοιχία δεν έχει καμία σχέση, άσε που τα ρώσικα γράμματα είναι και περισσότερα και πιάνουν και τα κόμματα, τις τελείες κι όλα αυτά, οπότε καταλαβαίνετε τι γίνεται: προσπαθώ να διακρίνω κάτω από τα αυτοκόλλητα τα ελληνικά γράμματα και φωνάζω στο Γιάννη «που είναι το ψ;» και δεν καταλαβαίνει τι τον ρωτάω και εκνευρίζομαι χειρότερα. Και μην αρχίσετε τις εξυπνάδες, ξέρω και τα διάφανα αυτοκόλλητα (και τα έχω παραγγείλει) και τα εικονικά πληκτρολόγια-αλλά αυτά κι αν είναι σπαστικά.
Με τούτα και με κείνα, δύσκολο να γράψω (το bloody ψ!), δεν είχα και χρόνο, καθώς φτιάχνουμε μια ντουλάπα και προσπαθώ να πείσω το Γιάννη ότι, όχι, ΔΕΝ φτάνω στο ράφι που είναι σε ύψος 2 μέτρων από το πάτωμα κι αυτός λέει μα, γιατί, άμα τεντωθείς λιγάκι;-οι ψηλοί άνθρωποι νομίζουν πως είναι κι οι υπόλοιποι ψηλοί, αλλά δεν ξέρουν πως στην πραγματικότητα οι ίδιοι είναι υπηρέτες των κοντών.
Παραληρώ: σύνηθες το φαινόμενο. Ήθελα να σας περιγράψω πως πέρασα το Πάσχα, την επόμενη φορά θα έχουμε θέμα «Περιμένω το καλοκαίρι». Ξεκινήσαμε, που λέτε,  Μεγάλη Πέμπτη να πάμε στη Λαμία κι ο Γιάννης λέει έφερα κι ωραία μουσική να μη βαριέσαι στο ταξίδι. Κι αρχίζει η Μακαρένα. Αγάπη μου, του λέω, μπέρδεψες τις γιορτές, Μ. Πέμπτη έχουμε όχι τριήμερο των Αποκρεών. Θα φτιάξει μετά, μωρέ, μου λέει, κατά λάθος μπήκε. Τρίχες, 3 ώρες πέρασαν με σάμπα, αφού ανά μισάωρο γυρνούσα πίσω να δω μην είχε ξεφυτρώσει κάνα άρμα με μαύρες γαζέλες ή με το βασιλιά καρνάβαλο και το σέρναμε στην Εθνική, όπου παρεμπιπτόντως δεν κυκλοφορούσε ψυχή-να ‘ναι το δίευρο της βενζίνης, να ‘ναι τα 17.000 διόδια που συναντάς, τι να ‘ναι; Πάντως, τα διόδια είναι πληγή, ο Γιάννης ταραζόταν τόσο πολύ κάθε φορά, που μπέρδευε τα λόγια του και τους έλεγε «καλό δρόμο» αντί για ευχαριστώ. Μετά, βέβαια, τους έβριζε τη μάνα και τον πατέρα, αλλά ο καλός δρόμος, καλός δρόμος.
Με τα πολλά κι αφού συναντήσαμε μια επιχείρηση με το τουλάχιστον αξιοπρόσεκτο όνομα «Προβατοτεχνική» (δηλαδή, τι φτιάχνουν εκεί; Σας κάνουμε το πρόβατο καινούργιο, κάνει μπεε σα νεογέννητο!) φτάσαμε στη μαγευτική Λαμία.
Το Πάσχα στη Λαμία είναι καταπληκτικό, μη σας πω καλύτερο κι από το Πάσχα στην Κέρκυρα (βλασφημία). Απ’ όλα έχουμε: και μπάντα έχουμε, φοβερή, με κλαρίνα και τρομπόνια και σαξόφωνα (όπου εγώ θυμήθηκα τα νιάτα μου, που έπαιζα σαξόφωνο και χαιρόμουν κι ας με λένε άμουση τώρα), και επιταφίους έχουμε, που μαζεύονται όλοι μαζί σε μια πλατεία και γίνεται της παλαβής, με όλες τις θειες να προσπαθούν να σου κάψουν το μαλλί και τους προύχοντες της πόλης να κορδώνονται, και πυροτεχνήματα στην Ανάσταση έχουμε, αμ πως. Στον Επιτάφιο, εμείς στεκόμασταν έξω από την εκκλησία, διότι είχαμε και τα δίδυμα μαζί, τα οποία βέβαια, τα γλυκά μου, ήταν πολύ ήσυχα κι άκουγαν τη μαμά τους που τους έλεγε πως τώρα θα βγει ο Χριστούλης μέσα στο σπιτάκι του που είναι στολισμένο με λουλούδια και μυρίζει όμορφα. Μετά, η μαμά των διδύμων έπαθε κρίση ειλικρίνειας και τους είπε «τρίχες. Τάφος είναι, εντάξει; Και πάνε να τον θάψουνε». Ήταν έτοιμη να τους πει και για τον Άγιο Βασίλη, ότι δεν υπάρχει, αλλά την κοίταζε έντρομο ένα άλλο μεγαλύτερο παιδάκι και τη σταματήσαμε για να μη φάμε ξύλο.
Μετά, εγώ έπαθα γαστρεντερίτιδα ή γαστρίτιδα ή δηλητηρίαση ή όλα μαζί κι ήμουν μισοπεθαμένη κι έχασα κι όλο το ωραίο φαγητό (γιατί, ρε γαμώτο, αυτά τα στομαχικά τα παθαίνεις πάντα τέτοιες περιόδους κι ενώ όλοι τρώνε ωραία πράματα εσύ τρως λαπά;), αλλά συνόδεψα το μπαμπά μου και το Γιάννη, που πήγανε να πάρουνε το κατσίκι από την ταβέρνα όπου το είχαμε δώσει για ψήσιμο. Διότι, η Λαμία, ως γνωστόν, είναι στη Ρούμελη και Πάσχα στη Ρούμελη δίχως ψητό δε γίνεται. Ο Γιάννης έπαθε σοκ στη θέα και στην οσμή τόσων ψητών αρνιών που τα τεμαχίζανε άσπλαχνα και μου έλεγε στο αυτί «μα, δεν είναι σα μικρά παιδάκια;». Μετά, βέβαια, καταβρόχθισε περίπου το μισό. Εγώ, μεγαλωμένη γαρ στη Λαμία, δεν έχω τέτοιες ευαισθησίες, αλλά είχα τη δηλητηρίαση και μόνο το μύριζα το κατσίκι.
Μετά από όλα αυτά, επιστρέψαμε στην Κατερίνη και στο ιατρείο-σπίτι κι εγώ συνειδητοποίησα πως οι εκλογές θα μου χαλάσουν τα γενέθλια, αλλά θα υποχωρήσω για το καλό της πατρίδας. Σας φιλώ και την άλλη φορά θα προσπαθήσω να σας πείσω να πάτε να ψηφίσετε.

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Ιστορίες για αυτοκράτορες.


Μεγάλη Τρίτη σήμερα, βοήθειά σας, και στις εκκλησιές διαβάζουν το τροπάριο το λεγόμενο της Κασσιανής, το οποίο εγώ προσωπικά δεν θυμάμαι (μπορεί και να μην ξέρω, νομίζω δεν πήγα ποτέ στην εκκλησία Μεγάλη Τρίτη) τι και πως το λέει, ξέρω μόνο τον περίφημο πρώτο στίχο: η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, προφανώς, δοξάζει τον Κύριο ή κάτι ανάλογο της ημέρας. Το θέμα είναι πως αυτή η Κασσιανή έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που θέλω να σας τη διηγηθώ σε περίπτωση που δεν τη ξέρετε και σε περίπτωση που την ξέρετε, να σας δώσω μια ερμηνεία, βρε αδερφέ. Διότι, μην κοιτάτε που δε με προτιμούν, είμαι καλή ξεναγός και ξέρω πολλά πράγματα και ξέρω και να τα λέω καλά, θα μάθω να τα λέω και στα ρώσικα, που θα μου πάει, και είμαι και καλή συνάδελφος, λέω ιστορίες για να τις ξεσηκώνουν οι φιλενάδες μου οι ξεναγίνες! Ξεφεύγω, όμως, κι αυτό δεν είναι καλό.
Η Κασσιανή, λοιπόν, που έγραψε το περί ου ο λόγος τροπάριο, ήτο μία νεαρά, γόνος που λέμε καλής και πλουσίας οικογενείας, η οποία διήγε βίον ευτυχή και αρκούντως ευμαρή (υπάρχουν, άραγε, αυτές οι λέξεις ή τις εφευρίσκω;) γύρω στον 9ο αι (μετά Χριστόν, έτσι, είμαστε στο Βυζάντιο, μη μπερδεύεστε), κάπου στη βυζαντινή επαρχία. Οι γονείς της, λοιπόν, αποφασίζουν να μετακομίσουν σούμπιτοι στην Πόλη, προκειμένου να λάβει η εκπάγλου, ομολογουμένως, καλλονής κόρη τους μέρος σε μια γιορτή που διοργάνωνε το Παλάτι: εν ολίγοις, η Κασσιανή ήταν μια ντεμπιτάντ προσδοκιών, όχι καμιά δεύτερη. Τώρα, τι σημαίνει Παλάτι; Σημαίνει αμύθητη πολυτέλεια, δηλαδή πολυτέλεια που δεν μπορεί κανείς να την περιγράψει, σημαίνει γυαλιστερά μάρμαρα, βελούδα στους τοίχους, μπουχάρες στα πατώματα, μαόνια και καρυδιές παντού, χρυσά κουτάλια κυριολεκτικά και ασημένια κύπελλα, μεταξωτά (τα φορούσαν και φύσαγε, από τότε, εκεί, στο Βόσπορο έχει πάντα ένα φρέσκο) και λινά κεντημένα, ορδές υπηρετών και καμαριερών, και φυσικά σημαίνει τον βυζαντινό πορφυρογέννητο αυτοκράτορα, που έψαχνε να βρει νύφη, καθότι βυζαντινός αυτοκράτορας δίχως αυτοκρατόρισσα δε νοούνταν. Αντιλαμβάνεστε βεβαίως τι εσήμαινε τω καιρώ εκείνω να παντρευτείς τον αυτοκράτορα, έτσι; Μην εξηγούμε και τα αυτονόητα.
Τότε, αυτοκράτωρ ήταν ο Θεόφιλος, για τον οποίο δεν ξέρουμε πολλά ή και δε μας ενδιαφέρει και πολύ, εμείς την ιστορία της Κασσιανής θέλουμε να μάθουμε. Το βασικό χαρακτηριστικό του Θεόφιλου ήταν πως υπήρξε μέγας πολέμιος των εικόνων και μάλιστα αμετακίνητος από τις θέσεις του, μετά, βέβαια, την πάτησε κι αυτός, όπως θα δούμε. Ο αυτοκράτωρ, λοιπόν, ή μάλλον η μητριά του, διότι πότε γεννήθηκε άντρας που αποφάσισε μόνος του να παντρευτεί, ποτέ είναι η απάντηση, αποφασίζει να μαζέψει μια ντουζίνα από τις πιο όμορφες κοπέλες της Πόλης για να διαλέξει. Καταλαβαίνετε τι έγινε στην επιλογή της ντουζίνας, έτσι; Η αυτοκρατορική φρουρά επιστρατεύτηκε για να αποφευχθούν επεισόδια, μολότοφ μπορεί να μην είχαν οι νεαρές, αλλά είχαν δαχτυλίδια με λίθους που κρύβανε δηλητήρια. Με τα πολλά, μαζεύουν τη ντουζίνα, μέσα κι η Κασσιανή, ως εκπάγλου, είπαμε, κι ο Θεόφιλος πάει να τις δει. Η μητριά του, τώρα, του ‘χε δώσει ένα χρυσό μήλο (σας θυμίζει κάτι; Τελικά, όλα συνδέονται) να το δώσει στην εκλεκτή του, προφανώς διότι ο Θεόφιλος ήτο ελαφρώς αναποφάσιστος και θα τις ήθελε όλες, αλλά αν έδινε το μήλο, τουλάχιστον θα κρατούσαν τα προσχήματα και τα προσχήματα στο Βυζάντιο ήταν μεγάλη υπόθεση. Βλέπει, λοιπόν, ο Θεόφιλος την Κασσιανή και θαμπώνεται, τυφλώνεται, μένει άφωνος, γενικά χάνει όλες τις αισθήσεις του από την ομορφιά και τη λάμψη, πλην της μαλακίας, η οποία βέβαια γενικά δε χάνεται ποτέ, υπακούει στο θεώρημα της διατήρησης, όπως η ενέργεια. Τι βρίσκει, στο θεό σας, να της πει της θεάς ο αυτοκράτωρ; Αυτή, σου λέει, για να είναι έτσι όμορφη, θα είναι και τολμηρή, οπότε κάτσε να της κόψω τη φόρα από τώρα, διότι μετά θα είναι αργά. Της λέει λοιπόν «εκ γυναικός τα χείρω», από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά, δηλαδή. Κοτσάνα. Ρε φίλε, έτσι, παιδί μου, θα την κολακέψεις τη γυναίκα; Τζάμπα έγινε αυτοκράτορας αυτός.
Η δικιά μας, βέβαια, δε μάσησε, διότι προφανώς ήταν έμπειρη και εύστροφη, του απαντά με θάρρος «και εκ γυναικός τα κρείττω», από τη γυναίκα δηλαδή πηγάζουν και τα καλά. Ο ένας εννοούσε την Εύα και το αμάρτημα κι η άλλη την Παναγία και το Θείο Βρέφος. Εν πάση περιπτώσει, ας μην ψάχνουμε τώρα τι εννοούσαν, διότι αυτά δεν είναι ξεκαθαρισμένα πράγματα και μπορεί να εννοούσαν κάτι τελείως διαφορετικό και οι δύο και να είναι άλλη μία μεγάλη παρεξήγηση. Το θέμα είναι πως ο Θεόφιλος τσαντίστηκε και ενώ ήταν έτοιμος να διαλέξει την Κασσιανή, οπότε η Ιστορία θα έπαιρνε τελείως διαφορετικό δρόμο, διάλεξε την αμέσως διπλανή της, η οποία ήτο σεμνοτάτη και οπωσδήποτε δεν αντιμιλούσε στον αυτοκράτορα. Τώρα, αυτό που διάλεξε τη διπλανή, δεν είναι ξεκάθαρα συμπλεγματική συμπεριφορά; Η διπλανή τυγχάνει να είναι η Θεοδώρα, η περίφημη αυτοκράτειρα, η οποία μετά που παντρεύτηκε, έδειξε τον χαρακτήρα της και έκανε πάντα το δικό της, εξού κι ήταν αυτή που έμεινε στην Ιστορία κι όχι ο Θεόφιλος. Η Κασσιανή, απογοητευμένη από τη ζωή και τον τρόπο που της φέρθηκε, αποσύρεται σε μοναστήρι και γράφει ύμνους, λένε, εγώ πιστεύω πως έγραφε και ρομαντικά μυθιστορήματα, αλλά βγάζεις άκρη με τους ιστορικούς; Ο Θεόφιλος, όμως, δεν την ξέχασε ποτέ και λίγο πριν πεθάνει (μια ζωή τα αγόρια την τελευταία στιγμή θυμούνται να μιλήσουν) πήγε να την ξαναδεί, αλλά η Κασσιανή πείσμωσε (Σκορπιός θα ήταν) και κρύφτηκε στη ντουλάπα, λέει (τι καλόγρια ήταν αυτή που ήθελε και ντουλάπα δηλαδή, πλάκα μας κάνουν;), αφήνοντας το μισοτελειωμένο ύμνο της στο γραφείο. Ο Θεόφιλος διάβασε κλαίγοντας τα γραφτά της και συμπλήρωσε τον ύμνο. Έτσι, έχουμε εμείς σήμερα το τροπάριο της Κασσιανής.
Ο έρωτας, λοιπόν, για άλλη μια φορά είναι η κινητήρια δύναμη της ζωής και της ιστορίας. Τώρα, κοιτάξτε: δεν είμαι πράκτορας του Άνθιμου για να σας βάλω να τρέχετε στην εκκλησία και να ακούτε τα τροπάρια, έτσι κι αλλιώς, δε θα καταλάβετε και πολλά, απλά καλό είναι να λέμε ωραίες ιστορίες πότε πότε.


Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Οι κακές γλώσσες.

Ο Παύλος, ένας φίλος εδώ στην Κατερίνη, έχει μια θεωρία γι’ αυτή την πόλη (καλά, ο συγκεκριμένος Παύλος έχει μια θεωρία για το κάθε τι, δεν μπορείτε να φανταστείτε, νομίζω πως και για τη σταυροβελονιά στο κέντημα έχει μια θεωρία, θα τον ρωτήσω και θα σας το επιβεβαιώσω). Λέει, λοιπόν, ο Παύλος πως στο σύμπαν υπάρχουν διάφορες μαύρες τρύπες, έτσι; Έτσι. Ε, η Κατερίνη είναι η μαύρη τρύπα μιας από αυτές τις μαύρες τρύπες, η οποία σε καταπίνει ανεπιστρεπτί. Πιθανόν. Πιθανόν να με έχει καταπιεί ήδη και μένα και γι’ αυτό να έχω χάσει τον ειρμό μου.
Πάντως, είναι τουλάχιστον ενθαρρυντικό πως ξανακάθομαι μπροστά στο πληκτρολόγιο, τις τελευταίες μέρες εφεύρισκα διάφορες δικαιολογίες για να μην ανοίξω καν τον υπολογιστή. Σήμερα, πια, εξαντλήθηκαν οι δικαιολογίες, έπιασε και βροχή, τελείωσε επιτέλους και το βάψιμο του σπιτιού, οπότε κι εγώ αποφάσισα να αντιμετωπίσω τον δαίμονα που κρύβεται μέσα στα πλήκτρα και πίσω από την οθόνη. Παρεμπιπτόντως, το σπίτι μας είναι λίγο παρανοϊκό. Έχει 6 διαφορετικά χρώματα, μαύρες κολώνες, ριγέ πόρτες και κουρτίνες κρεμασμένες από μανταλάκια, τα οποία, ως καλοί crafters, τρυπήσαμε ένα ένα για να περάσουν από το συρματόσκοινο που βάλαμε αντί για κουρτινόξυλο, αρρώστια, σας λέω. Ο καθένας, αγαπητοί μου, έχει τον τρόπο του να αντιμετωπίσει την κρίση, την οικονομική, την αξιών, την ηθική, την οποιαδήποτε κρίση, βρε αδερφέ. Εμείς τρυπάμε μανταλάκια.
Έχει και χειρότερα: η Δώρα βρίσκει ονόματα για αρχαίες σερβιέτες, «Εσαεί» (Always), «Καθεκάστην» (Every Day), «Ελευθεριάζουσα μετά πτερυγίων» (Libresse με φτερά) και άλλα. Και μετά, μου λέτε γιατί δε γίνεσαι φιλόλογος, μωρέ, δε βλέπω εγώ πως καταντούν οι φιλόλογοι, χίλιες φορές ξεναγός κι ας είμαι μόνο στα χαρτιά, διότι δε βλέπω μέλλον, το τηλέφωνο χτυπάει μόνο όταν παίρνουν από τις τράπεζες κι ως τώρα δεν το σήκωνα όταν έβλεπα άγνωστο κινητό, έκανα τον Κινέζο, αλλά τώρα που δεν ξέρεις από πού και πότε θα σε πάρουν για ξενάγηση αναγκαστικά σηκώνεις όλα τα τηλέφωνα, άγνωστα και γνωστά, οπότε την πατάς όταν είναι από την τράπεζα, δηλαδή 11 φορές στις 10. Δεν πειράζει, που θα πάει, θα με δει κι εμένα το Δίον, θα λάμψει και το δικό μου άστρο στη Βεργίνα, ως άλλο δεκαεξάκτινο, και θα καταπλήξω τα πλήθη των αλλοδαπών τουριστών (πρέπει κανείς να έχει στόχους στη ζωή του).
Μέχρι να γίνω, ωστόσο, μια φοβερή και καταξιωμένη ξεναγός, επειδή η ενεργητικότητά μου είναι άσβεστη και ανεξάντλητη, βάφω ταβάνια και ανακαινίζω ιατρεία. Φοβάμαι, όμως, πως αυτό το θέμα με το ιατρείο θα μας δημιουργήσει προβλήματα. Η εξώπορτα του ιατρείου-σπιτιού είναι από αυτές, που όταν δεν κλειδώνεις, ανοίγουν και απέξω, με ένα σπρώξιμο, ξέρετε, για να μπαίνουν οι ασθενείς-πελάτες, έτσι; Η δικιά μας έχει ένα γλωσσάκι που όταν το κατεβάζεις, κλείνει κανονικά, για να μη χρειάζεται να κλειδαμπαρώνεσαι και να μη μπορεί να μπει ο καθείς που νομίζει ότι ακόμα είναι ιατρείο. Οπότε, εμείς, όταν είμαστε στο σπίτι, έχουμε το γλωσσάκι κατεβασμένο. Ο χαζό-Γιάννης, όμως, όταν φεύγει, και καλά για πλάκα (χαχα, γελάσαμε), ανεβάζει το γλωσσάκι χωρίς να μου το πει. Οπότε, είμαι εγώ χτες σκαρφαλωμένη στη σκάλα, με κάτι ελεεινές φόρμες κι ένα σκουφάκι πλαστικό στις πυρόξανθες μπούκλες μου για να μη γεμίσουν μπογιές και ξαφνικά ακούω μια φωνή «γιατρέ!». Αφού κόντεψα να γκρεμοτσακιστώ από την τρομάρα μου, βγαίνω στο χωλ και βλέπω έναν άσχετο κυριούλη, ο οποίος ούτε καν το γιατρό δεν έψαχνε, έψαχνε την Ένωση Διαβητικών που είναι στο απέναντι διαμέρισμα, αλλά απλά μπήκε μέσα να πει ένα γεια στο γιατρό. Κι όλα αυτά επειδή ο Γιάννης δεν κατέβασε το προαναφερθέν γλωσσάκι. Για πλάκα. Φοβάμαι, λοιπόν, πως τουλάχιστον δις ημερησίως θα έχουμε επισκέψεις από διάφορους συνταξιούχους, οι οποίοι, να μου το θυμηθείτε, θα έρχονται και με τα πρωινά τους ούρα ανά χείρας για να τα αφήσουν για καλλιέργεια. Μωρέ, μήπως να γίνω μικροβιολόγος, που θα έχω και έτοιμη πελατεία και τα εργαλεία και όλα; Τι κάθομαι και παιδεύομαι με το ξεναγηλίκι;
Τέλοσπαντων, θα δώσω μια ευκαιρία στην καριέρα μου διάρκειας ενός έτους και μετά θα αποφασίσω. Ως τότε, θα το παλέψω σκληρά και τώρα πάω να συνεχίσω το καθάρισμα και το άδειασμα των κουτών (τόσα βιβλία που τα είχα στην Κέρκυρα, αναρωτιέμαι), διότι ανυπομονώ να δω τι θα συναντήσω μέσα στα ντουλάπια και τα συρτάρια. Σκεφτείτε: προχτές, ανακάλυψα πως στα ράφια μιας ντουλάπας, κάτω από τα πιάτα και τα ποτήρια, ήταν στρωμένα κάτι χαρτιά για να μη λερώνονται τα ράφια (αυτό γενικά δεν το καταλαβαίνω, άμα λερωθούν τα ράφια, τα καθαρίζουμε, γιατί δηλαδή, αν έχεις άθλια χαρτιά να σέρνονται είναι πιο τακτοποιημένα;), τα οποία χαρτιά ανακάλυψα όταν σήκωσα τα πιατοπότηρα ότι ήταν αφίσες, στο Θεό σας, του αείμνηστου Ανδρέα Παπανδρέου. Παλιά, δίπλα στο ιατρείο-σπίτι υπήρχαν τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ της Κατερίνης, οπότε ότι τους περίσσευε τα έπαιρναν και τα χρησιμοποιούσαν για διάφορες χρήσεις. Έχουμε και κάτι καρέκλες που γράφουν ΠΑΣΟΚ από πίσω. Εντελώς καλτ;
Κλείνω, γιατί ο Γιάννης κάνει φιλότιμες προσπάθειες να με τρομάξει και σέρνεται στο πάτωμα σαν το φίδι και φοβάμαι ότι θα κρυώσει, οπότε πάω να κάνω ότι τρόμαξα, για να μην ταλαιπωριέται. Σας φιλώ (nice to be back).