Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Τα ένδοξα Παρίσια.

Λοιπόν, έχω να σας πω καταρχάς δύο πράγματα: πρώτον, καλά Χριστούγεννα σε όλους και να μην ξεχάσετε να ζητήσετε από τον Άγιο Βασίλη αυτό που πραγματικά θέλετε να σας φέρει, διότι αλλιώς θα σας φέρει ότι του κατέβει στο κεφάλι, και δεύτερον, μην πάτε ποτέ στο Παρίσι το χειμώνα, θα πεθάνετε από το κρύο (τώρα οι χαζοαδελφές μου παίζουν μέσα με τα μωρά και θέλω να πάω κι εγώ αλλά έχουμε και υποχρεώσεις απέναντι στο αναγνωστικό κοινό, τις οποίες δεν θα ήταν σωστό να αγνοήσουμε κι επίσης, αν πάω, θα με βάλουν να φτιάξω κρέμα, οπότε θα κάτσω εδώ να γράψω).
Γενικά, βέβαια, καλό θα ήταν να πάτε κάποτε στο Παρίσι, γενικά, καλό είναι να πηγαίνετε πολλά ταξίδια, ανοίγουν το μυαλό του ανθρώπου και τα μάτια του (του κλείνουν την τσέπη, βέβαια, αλλά κομμάτια να γίνει). Διότι το Παρίσι είναι εκπληκτικό, μανιφίκ γαλλιστί, κι ας έκανε το κρύο της αρκούδας κι ας έβρεχε του σκοτωμού τις 3 μέρες που ήμουν εκεί, το Παρίσι είναι πανέμορφο, αγαπητοί μου, ολόλαμπρο και παλιό, ιστορικό, φορτωμένο ιστορία, με πανέμορφους ανθρώπους και καμπυλωτά κτίρια, πλουμιστά σαν τούρτες, με πλατιούς δρόμους όλο κίνηση, μικρούλικα καφέ με πανάκριβους καφέδες και μουσεία που σου κόβουν την ανάσα.
Καθώς πήγα για δουλειά (ναι, αυτή τη δουλειά που αποφάσισα να αφήσω, μην το ανακινούμε τώρα αυτό το θέμα, το κλείσαμε, ειλημμένες αποφάσεις και λοιπά), είχα μόνο μια μέρα ολόκληρη ελεύθερη, οι υπόλοιπες ήταν μισές κι ανέσωστες κι ώσπου να βγω στους δρόμους είχε σκοτεινιάσει και είχαν κλείσει τα πάντα, καθώς εκεί κλείνουν όλα στις 6, το πολύ στις 7.
Ωστόσο, είδα πολλά από το Παρίσι: είδα τον Πύργο του Άιφελ, ω, ναι, ήταν αυτός, σιδερένιος, ελαφρώς απειλητικός, ολωσδιόλου εμβληματικός, με ένα ροζ-σάπιο μήλο χρώμα τη μέρα και άπειρα φωτάκια τη νύχτα, που αναβόσβηναν κιόλας, ωσάν φωτορυθμικά σε ντισκοτέκ και εννοείται εκατομμύρια τουρίστες να στραβολαιμιάζουν τριγύρω του. Είδα και τον Σηκουάνα, βρώμικο και καφετί, με τις όχθες του βρεγμένες και αρκούντως μελαγχολικές, με όλες τις γέφυρες όμορφες και στολισμένες με άπειρα αγάλματα και εξίσου άπειρα λουκέτα, που τα βάζουνε, λέει, τα ζευγάρια και γράφουν τα ονόματά τους πάνω στα λουκέτα για να κλειδώσουν αιωνίως την αγάπη τους (εγώ αυτά τα παγανιστικά δεν τα κάνω). Είδα, εννοείται, την περίφημη πυραμίδα έξω από το Λούβρο, μέσα το Λούβρο δεν το είδα, διότι μυρμήγκιαζαν απέξω μιλιούνια οι αναμένοντες κι έπεφτε και μια ψιλή, παγωμένη βροχή, δε βαστούσα να περιμένω. Εγώ, δηλαδή, βαστούσα, να σας πω την αλήθεια, αλλά ο συνάδελφος που είχαμε πάει μαζί το θεώρησε αδιανόητο, όπως και το να ανεβούμε στην κορυφή του Πύργου. Κόντεψα, εν ολίγοις, να φύγω από το Παρίσι χωρίς να δω ένα μουσείο, αλλά κάποια στιγμή το έσκασα και πήγα στο Musee dOrsay, ένα εκπληκτικό μουσείο ακριβώς απέναντι από το Λούβρο, που παλιά ήταν σιδηροδρομικός σταθμός και σήμερα φιλοξενεί τη μεγαλύτερη, νομίζω, συλλογή ιμπρεσιονιστών στον κόσμο. Το ίδιο το κτίριο είναι εντυπωσιακό, καθώς έχουν διατηρήσει το μέγεθος του παλιού σταθμού και το θεόρατο ρολόι που δεσπόζει σε όλο το χώρο και την ημικυλινδρική και διαφανή στέγη, αχ, τι να σας πω, το ηράσθην σφόδρα αυτό το μουσείο. Και μετά, ανέβηκα στο πάνω επίπεδο, όπου είδα τόση ομορφιά μαζεμένη, είδα το Πρόγευμα στη Χλόη (που το σπουδάζω από τα μικράτα μου και το ακούω επί σειρά ετών), είδα Γκωγκέν και Βαν Γκογκ, είδα πάρα πολλούς πίνακες του Σεζάν και του Ρενουάρ, είδα τις μπαλαρίνες του Ντεγκά, και τι δεν είδα! Ήμουν εκεί μέσα για 4 ώρες και πάλι δεν ήθελα να φύγω. Καλά, μη με περάσετε για τελείως βλαμμένη, απλά τα αγαπώ όλα τα μουσεία κι όλοι αυτοί οι πίνακες είναι ορόσημα της τέχνης κι είναι τουλάχιστον συγκινητικό να βλέπεις τους πραγματικούς, που όταν τους είχαν ζωγραφίσει τα τέρατα εκείνα της τέχνης, είχαν δημιουργήσει μεγάλη φασαρία! (Εντάξει, τώρα βεβαιωθήκατε ότι είμαι βλαμμένη.)
Θα ήθελα να σας δείξω καμιά ωραία φωτογραφία από το Παρίσι, αλλά δεν έχω τον υπολογιστή μου κι αυτός της αδελφής μου είναι χαζός, δεν τα πάμε καλά και δεν έχω και τα καλώδια της μηχανής, οπότε θα σας δείξω κάποια άλλη στιγμή.
Τι άλλο να σας πω για το Παρίσι; Έβλεπες παντού μαύρους και ήταν όλοι πανέμορφοι, τα ρούχα και τα παπούτσια τα λάτρεψα όλα και το φαγητό ήταν πολύ νόστιμο κι ας ήταν πανάκριβο, άξιζε! Ένα μεσημέρι, δε, πήγαμε να φάμε με τους συναδέλφους από το γαλλικό μουσείο, οι οποίοι, σημειωτέον, ήταν Ιάπωνες. Οπότε, βρεθήκαμε Ιάπωνες και Έλληνες να τρώμε σε ένα κορεάτικο εστιατόριο στο Παρίσι (η παγκοσμιοποίηση είναι εδώ, μην παιδεύεστε άλλο με τις διαδηλώσεις), όπου φυσικά εγώ έγινα ρεζίλι, διότι οι Κορεάτες τρώνε με ξυλάκια, σαν τους Κινέζους και τους Ιάπωνες, μόνο που τα κορεάτικα ξυλάκια είναι μεταλλικά και γλιστράνε σαν το διάολο κι είναι αδύνατον να τα κρατήσεις. Εγώ, περήφανη μαθές, δεν ήθελα πιρούνι και μου έπεφταν τα κορεάτικα ραβιόλια μέσα στη σάλτσα κι είχα πιτσιλίσει το σύμπαν άπαν και μετά έριξα κι όλη τη μπύρα πάνω στο τραπέζι, άστε τα, σας λέω, ξεφτιλίστηκα.
Εν πάση περιπτώσει, με τα πολλά φάγαμε, τελειώσαμε και τη δουλειά μας, αγοράσαμε και τα απαραίτητα μαγνητάκια με τον Πύργο και γυρίσαμε… Όπου στο γυρισμό, έπαθα πολιτισμικό σοκ, διότι το πρωί ξύπνησα στο Παρίσι και το βράδυ κοιμήθηκα στη Λαμία. Αντιλαμβάνεστε.
Τώρα, με καλεί το καθήκον του αλλάγματος της μπέμπας (γλίτωσα την κρέμα, αλλά αυτό όχι), οπότε θα σας αφήσω με μεγάλη μου λύπη και ελπίζω πως άυριο θα σας περιγράψω την κατάσταση που ζω στη μαγευτική Λαμία.
Καλά Χριστούγεννα, βρε!

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Δύσκολοι αποχωρισμοί: το γραφείο.


Φεύγω αύριο. Κι αφήνω, ως συνήθως, πίσω μου συντρίμμια. Σε κάνα μήνα, που θα γυρίσω, θα έχω ακόμα περισσότερα (και συντρίμμια και άλλα) να αφήσω πίσω μου, αλλά προς το παρόν κάτι λίγα μόνο: τελευταία φορά χτες κλείδωσα το γραφείο, τελευταία φορά χτες είδα τον ήλιο να βγαίνει πίσω από το φρούριο, μάζεψα και το κάδρο που είχε πάρει δυσμενή μετάθεση από το δωμάτιό μου στο γραφείο, συγύρισα χαρτιά, συρτάρια και υπολογιστή και να με, να ατενίζω ένα μέλλον (δεν ξέρω ποιο ακόμα).
Αμάν, ρε παιδί μου, τι ανικανοποίητο ον ο άνθρωπος! Να, εγώ, για παράδειγμα. Μπορούσα να μείνω και φεύγω, αλλά στενοχωριέμαι που φεύγω. Άμα μου έλεγες, όμως, μείνε, όχι, δε θέλω να μείνω. Ε, α σιχτίρ, Κατερίνα, δεν ξέρεις τι θέλεις, μου φαίνεται (ναι, τρομακτικό αυτό που μιλάω με τον εαυτό μου, αλλά το έχουμε πει ότι κρύβω μια πολύ τρομακτική πλευρά). Η αλήθεια είναι πως ξέρω τι θέλω. Απλά, όταν τελειώνει μια περίοδος της ζωής μου, πάντα στενοχωριέμαι, εσείς όχι; Πέρασα πολλά μέσα σε κείνο το γραφείο, πιο πολλά όμορφα παρά άσχημα. Κι έχω κι ένα περίεργο πράμα, να συνηθίζω εύκολα και ν’ αγαπάω ακόμα ευκολότερα. Οπότε, όταν έρθει η ώρα να φύγω, που αναπόφευκτα έρχεται, ότι και να κάνεις, όσο και να παλέψεις, στενοχωριέμαι.
Το γραφείο που δούλευα είχε ωραία θέα το Παλιό Φρούριο της Κέρκυρας και τα πρωινά, όταν το έλουζε ο ήλιος, σήκωνα το βλέμμα μια στιγμή από τα ανούσια χαρτιά με τα οποία πάλευα κι ήταν σα να έπαιρνε ανάσα ο νους μου. Και πως μου άρεσε, να φτάνω πρώτη και να ανοίγω τέρμα το παράθυρο και να βλέπω τη μέρα να ξεκινάει. Μετά, βέβαια, χτυπούσε το τηλέφωνο με πολύ δυσοίωνο κόασμα και όλα γίνονταν όπως πριν.  
Αγάπησα κι αυτό το παλιό και μαγικό ασανσέρ, που γεννάει περιπέτειες κι έτριζε σα μαούνα κι έλεγες πότε θα μείνω εδώ μέσα και θα ‘ρθει να μου κάνει παρέα το φάντασμα του συλλέκτη μέχρι να με βγάλουν. Κι έχει εκεί, στη δουλειά (θα σας την αποκαλύψω κάποτε αυτή τη δουλειά), και μια μεγάλη σκάλα, στρωμένη με κόκκινο χαλί, που όταν την είχα πρωτοδεί, έκανα την πριγκίπισσα και ανέβαινα να πάω στο χορό. Τότε, δεν ήξερα ακόμα ότι θα δούλευα εκεί, στην κόκκινη σκάλα, και μετά τη λάτρευα, επίτηδες την ανεβοκατέβαινα πολλές φορές τη μέρα και χάιδευα την ξύλινη κουπαστή και κάθιζα εκεί τα παιδάκια όταν είχα ξενάγηση σε σχολείο και με κοίταζαν με λαμπερά μάτια (καλά, όχι όλα, δεν είμαι και ο Γκάντι, τα περισσότερα σκυλοβαριόνταν). Και στην κορυφή της σκάλας, έχει κι ένα μαύρο άγαλμα, που ήταν λίγο σαν το γιοφύρι της Άρτας, ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν, ποιος να στοίχειωσε μέσα του και ολοκληρώθηκε, δεν ξέρω. Κι αυτό το αγάπησα.
Τι να πω, ρε παιδιά, δεν ξέρω πόσο σώφρων είναι αυτή μου η απόφαση, αλλά τώρα, πάει, το πετρωμένο φίδι δε ματαγίνεται (δηλαδή, το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον) κι εγώ φεύγω και πρέπει να σας αφήσω, γιατί, για μαντέψτε, έχω να φτιάξω βαλίτσα και με κοιτάει πολύ απειλητικά και χάσκει σα στόμα έτοιμα να με φάει και τα νύχια μου ακόμα είναι έτσι, πότε θα τα βάψω, δεν ξέρω. Την άλλη φορά θα σας πω πως πέρασα εκεί που θα πάω αύριο και θα σας πω κι άλλα για όλα αυτά που αφήνω. Καληνύχτα, και καλή τύχη.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Το τανγκό θέλει δύο, κύριε υπολοχαγέ.

Την προηγούμενη Κυριακή, ήμουν με τη Βίβιαν και περιπλανιόμασταν στους έρημους δρόμους της Κέρκυρας κι έβρεχε καταρρακτωδώς και λέγαμε «και Κυριακή και απόγευμα και στην Κέρκυρα και βρέχει και ερημιά, περισσότερη μελαγχολία πεθαίνεις», ευτυχώς που την άλλη μέρα δεν είχαμε να πάμε δευτεριάτικο σχολείο με πρώτη ώρα Μαθηματικά.
Αυτή την Κυριακή είναι η παραμονή του Αγίου, που λένε εδώ στο νησί τη μεγάλη ονομαστική εορτή του Αγίου Σπυρίδωνος, πολιούχου και προστάτου της πόλης, ο οποίος έχει διασωθεί ως λείψανο μαυριδερό και ολίγον σκιαχτικό: εγώ τουλάχιστον τον φοβάμαι, ειδικά μετά που έμαθα ότι βγαίνει τις νύχτες και περιπολεί στην πόλη του και το άλλο πρωί βρίσκουν, λέει, λασπωμένα τα πασούμια του-κι αυτός με τα πασούμια βγαίνει, χάθηκε μια γαλότσα; Η παραμονή του Αγίου, λοιπόν, σημαίνει πως όλος ο κόσμος θα είναι έξω με τη Louis του ο καθείς (εννοείται καροτσάκια και γριές αβέρτα) κι επίσης, ειδικά για φέτος, σημαίνει πως δεν υπάρχει τσαγκαροδευτέρα, καθώς αύριο είναι αργία. Οπότε, είναι μια όμορφη και διόλου μελαγχολική Κυριακή αφού μάλιστα πλησιάζουν και τα Χριστούγεννα.
Ακριβώς επειδή πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, θα σας πω κι εγώ για δυο χριστουγεννιάτικα πράγματα.
Το ένα είναι το σπιτάκι που φτιάξαμε με τη Ρενάτα για να το χαρίσουμε στην Άννα που γιόρταζε. Η Ρενάτα το οραματιζόταν το σπιτάκι εδώ και κάνα μήνα, οπότε, επιστρέφω την Παρασκευή, μετά από όλα αυτά που σας περιέγραψα χτες, και η Ρενάτα, αραχτή με τη ρόμπα στο κρεβάτι σαν την οδαλίσκη, με προστάζει «η Άννα μας έχει καλέσει το βράδυ, κανόνισε να φτιάξουμε το σπιτάκι!» Τέλοσπαντων, το καταπίνω και βάζουμε στο τηγάνι τη ζάχαρη για να φτιάξουμε καραμέλα, που θα τη χρησιμοποιούσαμε ως το συνδετικό υλικό για τα πτι-μπερ-τούβλα του σπιτακίου. Δεν έλιωνε η ρημαδοζάχαρη με τίποτα και με τα πολλά πείθω (το αντίθετο του μπροθτά) τη Ρενάτα (η οποία δεν έχει δράμι υπομονή κι ήθελε να τα παρατήσουμε όλα και να κολλήσουμε τα πτι-μπερ με κόλλα, προφανώς για να δηλητηριάσει την Άννα) να βάλουμε και λίγο νεράκι, οπότε εγένετο καραμέλα. Κολλάμε τα πτι-μπερ, αλλά επειδή τα πηγαινοφέρναμε από το μάτι στον πάγκο βουτηγμένα στην καραμέλα, είχαμε δημιουργήσει έναν ιστό από λεπτές καραμελένιες κλωστίτσες, είχαμε καλυφθεί κι εμείς οι ίδιες, άλλο να σας λέω κι άλλο να το βλέπετε. Στη συνέχεια, φτιάχνουμε το χιόνι και καλύπτουμε σούμπιτο το σπιτάκι, μιλάμε εμείς δε φτιάξαμε σπίτι, ντάτσα στη Σιβηρία φτιάξαμε (ντάτσα λένε το εξοχικό σπίτι στη Ρωσία), εγώ ήθελα να φτιάξω και χιονάνθρωπο, αλλά το γλάσο έτρεχε και δεν καθόταν.
(Αυτό που έχουμε να δούμε χιόνι καμιά δεκαετία και παρ’ όλ’ αυτά επιμένουμε να διακοσμούμε όλα τα χριστουγεννιάτικα με χιόνι, μήπως είναι λίγο εμμονικό;)
Φτιάχνουμε κι ένα φράχτη με γκοφρετάκια, εγώ έφαγα την πόρτα του φράχτη κι οι κότες έμπαιναν ελεύθερες, βάζουμε και χρωματιστά κουφετάκια για κεραμίδια (εννοείται πως έφαγα και τα μισά κεραμίδια) κι έτοιμο το σπιτάκι μας. Μετά, που το πηγαίναμε στην Άννα, μου έσπασε τα νεύρα: με τα δύο χέρια κράτα το, γέρνει, θα σου πέσει, μην πας από κει, γλιστράει, με τα δύο χέρια είπα!, τι τα ήθελες τα τακούνια, θα πέσεις-κι όχι ότι χέστηκε μην πέσω, το σπιτάκι μην πάθει τίποτα. Το σπιτάκι, βέβαια, είχε στεγνώσει το γλάσο κι η καραμέλα κι ήθελε σφυρί και καλέμι να το σπάσεις! Με τα πολλά, φτάνουμε και η Άννα ενθουσιάζεται με το σπιτάκι, που ήταν το ένα χριστουγεννιάτικο πράγμα.
Το άλλο χριστουγεννιάτικο πράγμα είναι μια ταινία που είδαμε χτες. Το ταγκό των Χριστουγέννων. Παιδιά μου, τι ταινία! Βασισμένη σε ένα βιβλίο του Ξανθούλη, μιλούσε για μια ιστορία έρωτος και αναμονής, μυστικών και κρυφών αισθημάτων. Ένας υπολοχαγός είναι σφόδρα ερωτευμένος με την πανέμορφη σύζυγο του ανωτέρου του και θέλει να της ζητήσει να χορέψουν ένα ταγκό στη χριστουγεννιάτικη εορτή του στρατοπέδου. Ζητά, λοιπόν, από έναν φαντάρο να του μάθει να χορεύει ταγκό με αντάλλαγμα μια πολυπόθητη άδεια. Τι να σας πρωτοπώ: για την ατμόσφαιρα της ταινίας, με τη βροχή και την ομίχλη και τη σκοτεινιά του χειμώνα στον Έβρο, για τη μουσική, που σε ταξίδευε εκεί, σε κείνο το tango notturno, για τον Στάνκογλου που έπαιζε τον υπολοχαγό και τον ερωτευόσουνα μόνο για την εγκατάλειψη που έδειχναν τα μάτια του, για τους υπαινιγμούς και τα υπόγεια συναισθήματα που κατέκλυζαν όλες τις σκηνές της ταινίας. Δε θα σας πω τι γίνεται, για να πάτε να τη δείτε απαραιτήτως. Πολύ καιρό είχα να δω μια τέτοια ταινία: ούτε αγορίστικη ούτε κοριτσίστικη, άψογη, ολόκληρη, να μιλάει για κάτι, να σε πηγαίνει κάπου. Και πόση σημασία μπορεί να έχει ένας χορός, πόσο περισσότερο αποκαλυπτικός μπορεί να είναι από οποιαδήποτε εξομολόγηση.
Α, εξαιρετική ταινία, μακάρι να ζήσουν όλοι οι άνθρωποι μια τέτοια στιγμή.

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Γι' αυτό θα πάω να ζήσω στις ερημιές.


Χτες, βγήκα το πρωί για κάτι εξωτερικές δουλειές κι επιστρέφοντας, αγανάκτησα και θα σας περιγράψω πάραυτα το γιατί. Ήμουν φορτωμένη με 3 κουτιά χάρτινα με το καπάκι τους, μια σακούλα με CD κι επιπλέον 2 τεράστια σκληρά χαρτόνια, χώρια η τσάντα που μπερδευόταν με το κασκόλ και δεν είχα χέρια να τα ξεμπλέξω. Είχα πάρει παραμάσχαλα τα χαρτόνια, αλλά αυτά δεν κάθονταν, τα πηγαινόφερνε κι ο αέρας και μαζί τους και μένα, και προσπαθούσα να περπατήσω στους δρόμους της Κέρκυρας: αδύνατον. Παράλληλα, μου είχε πέσει η τιράντα από το σουτιέν και σερνόταν στον αγκώνα και με γαργαλούσε, πράγμα εξαιρετικά ενοχλητικό, κι όποια πει ότι δεν της έχει συμβεί ποτέ, είναι ψεύτρα.
Πάλευα, λοιπόν, η κακομοίρα να επιστρέψω στη δουλειά, αλλά σε κάθε βήμα μου έκοβαν το δρόμο κυρίες με Loui Vuitton, που νόμιζαν προφανώς ότι ο δρόμος τους ανήκει ή ότι είμαι η παραδουλεύτρα, άρα ανάξια λόγου και προσοχής, φορτηγά που ήθελαν ντε και καλά να χωθούν ως τον πεζόδρομο του Οκαζιόν, μέσα στο χαμό, για να ξεφορτώσουν και μηχανάκια που με ακολουθούσαν απειλητικά κατά πόδας μέσα στα καντούνια, μα, δεν ξέρετε τι σπαστικό είναι να προσπαθείς να μην σπάσεις τον αστράγαλό σου στα καλντερίμια και να ακούς από πίσω το βρουμ-βρουμ του ανυπόμονου μηχανακίου, που θέλει οπωσδήποτε να σε προσπεράσει κι ας μη χωράτε στο πλάτος του δρόμου κι ας είναι και γαμώ τις παρανομίες, εντάξει, όλοι τα κάνουμε αυτά, απλά μερικοί είμαστε πιο διακριτικοί και λιγότερο ενοχλητικοί, αυτό που σε κυνηγάνε μαρσάροντας με τρελαίνει, μου ‘ρχεται να γυρίσω και να του πω, αμάν, ρε φίλε, πήγαινε από το δίπλα καντούνι, εγώ επίτηδες ήρθα από εδώ που είναι στενό και δε χωράνε το κωλομηχανάκια, αλλά όχι, εκεί εσύ, από πίσω μου, έλεος! Κι όταν γλίτωνα από τα μηχανοκίνητα τάγματα, έπρεπε να αντιμετωπίσω τα καροτσάκια με τα μωρά, Θεέ μου, τι μάστιγα. Δε στρίβουν, δεν κάνουν στην άκρη, σταματάνε όποτε τους βαρέσει για να χαιρετήσουν και να δείξουν το καινούργιο μωρό, ω, τι γλυκούλι, και φοράει και σκουφάκι, α, να σας ζήσει, ναι, μαντάμ, αυτό θα ζήσει, να είστε σίγουρη, εμείς θα αυτοκτονήσουμε. Άσε όταν συναντιούνται δύο καροτσάκια κατά μέτωπον, κυκλοφοριακή συμφόρηση, κι άμα είναι και φορτωμένα με σακούλες από το μανάβη και το φούρνο, μιλάμε έχουν εκτόπισμα τριαξονικού κι άντε εσύ να τα βγάλεις πέρα με το τριαξονικό. Εντάξει, τα καταλαβαίνω, πρέπει να βγουν βόλτα, γιατί όμως δε βγαίνουν στην πλατεία που έχει άπλα και πρέπει να κάνουν Σαρόκο-Οκαζιόν 3 φορές; Επίσης, θα έπρεπε τα καροτσάκια να κυκλοφορούν συγκεκριμένες ώρες και μέρες, όπως στο δακτύλιο, δεν ξέρω, βρείτε μια ρύθμιση, ας πούμε να μην κυκλοφορούν Παρασκευή πρωί που γίνεται της τρελής πάντα (για κάποιο λόγο που κανείς δεν ξέρει) ή κάτι ανάλογο. ‘Η ας φτιάχνουμε πιο ευέλικτα καροτσάκια, αυτά, ας πούμε, τα ψηλά με τις τρεις ρόδες είναι τέλεια, εύκολα στο στρίψιμο και πιάνουν λιγότερο χώρο. Ή, πιο λογικό, μπορούμε όλοι σιγά σιγά να μάθουμε να συμπεριφερόμαστε ευγενικά στο δρόμο, όταν έχει κόσμο και να μη νομίζουμε πως περπατάμε στον κήπο μας και να κοιτάμε πότε πότε δεξιά κι αριστερά ή και πίσω, γιατί όχι, αυτοί που περπατάνε με το πάσο τους στη μέση εντελώς του πεζοδρομίου (ούτε αλφαδιασμένο να το είχανε) πρέπει να τιμωρούνται παραδειγματικά. Εγώ μαλάκας είμαι κι όταν κάνω βόλτα πάω στην ακρούλα, μέσα μέσα, να αφήνω χώρο για τους βιαστικούς; Εντάξει, μην απαντήσετε, το ξέρω.
Φανταστείτε με, να προσπαθώ να κουμαντάρω τα χαρτόνια και τα κουτιά, να κατουριέμαι, να με γαργαλάει η τιράντα, να έχει μπλέξει η τσάντα με το κασκόλ και να χτυπάει και το κινητό, χαχα, ωραίο αστείο. Και πάνω που έβρισκα λίγο χώρο να επιταχύνω μπας και φτάσω κάποτε και ξεφορτώσω που είχαν πάθει τα δάχτυλά μου αγκύλωση, τσουπ, πεταγόταν μια γριά από ένα μαγαζί. Ω, Θεέ μου, ξέρω πως ακούγομαι, ρε παιδιά, αλαζόνας και υπερβολική, αλλά, αλήθεια σας λέω, οι γριές είναι απάλευτες, δεν ακούνε που τους ζητάς συγγνώμη για να περάσεις, δε μετακινούνται από τη γραμμή πορείας ούτε εκατοστό και περπατάνε κι αυτές ΣΤΗ ΜΕΣΗ και σταματάνε απροειδοποίητα για να χαιρετήσουν άλλες γριές και πιάνουν την κουβέντα στη μέση του δρόμου. Μην κοροϊδεύεις, θα μου πείτε, Κατερίνα, γιατί κι εσύ τα ίδια θα κάνεις όταν γίνεις γριά, και θα έχετε δίκιο, αλλά χτες δεν την πάλευα.
Κι όχι μόνο χτες, γενικά αγανακτώ όταν οι άνθρωποι δεν έχουν καμία πεζοδρομική εκπαίδευση, είναι εξίσου σημαντική με την οδική, δεν αντέχω να πέφτουν πάνω μου, να μου κόβουν το δρόμο, να μη με υπολογίζουν, να μη με αφήνουν να προσπεράσω ενώ βιάζομαι και να κάνουν το reunion του σχολείου μπροστά στο φανάρι.
Αυτά. Κι αφού ξέρασα τη χολή μου, θα πάω τώρα να κάνω τις υπόλοιπες δουλειές που δεν άντεξα να κάνω χτες κι αύριο θα σας πω για το χριστουγεννιάτικο σπιτάκι που φτιάξαμε με τη Ρενάτα και που το έβαλα φωτογραφία για να διασκεδάσω τις εντυπώσεις από τη γκρίνια.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Ατέλειωτη εκδρομή (αποφάσισα να βάζω μόνο τίτλους τραγουδιών κι ας είναι άσχετοι με το θέμα).


Χάθηκα, ε; Πήγα μια εκδρομή, διότι είχα να φύγω από το νησί από τον Ιούλιο και κόντευα να σαλτάρω. Στην εκδρομή έφαγα το κρύο της αρκούδας. Επίσης, έφαγα, ως συνήθως, τον άμπακο. Μετά, επέστρεψα στην Κέρκυρα, μπαμπουλωμένη με μακρύ παλτό, κασκόλ, 3 μπλούζες και γάντια κι έσκασα: μέχρι να κατέβω από το καράβι, είχα βγάλει τα μισά ρούχα και τα είχα φορτωθεί με αποτέλεσμα να μοιάζω με κινούμενο γίκο (την ξέρετε αυτή τη λέξη; Γίκο λένε στο χωριό του μπαμπά μου τη στοίβα από σκεπάσματα, κουβέρτες και φλοκάτες, που τη φτιάχνανε το καλοκαίρι και την απαρατάγανε σε μια γωνιά του σπιτιού μέχρι να ξαναχειμωνιάσει, συνήθειες νομαδικών κτηνοτροφικών φυλών, μία από τις οποίες ήταν και οι πρόγονοί μου, α, μάλιστα, τώρα εξηγείται η απόλυτη αδυναμία μου να μείνω σε ένα μέρος).
Πολύ θα ήθελα να μην είχα γυρίσει από την εκδρομή, αλλά τότε δε θα ήταν εκδρομή, θα ήταν μετανάστευση, που είναι βέβαια πολύ της μοδός τώρα τελευταία, όλοι πια θα φύγουν για την Αυστραλία, τον Καναδά, κάνας δυο ανέφεραν και την Καραϊβική, μόνο η Γερμανία δεν είναι πια ανάμεσα στα hot spots του μετανάστη, από όλους τους wannabe μετανάστες που ξέρω μόνο η Ρενάτα θέλει να πάει στη Γερμανία, μια ζωή ανάποδη αυτή η κοπέλα.
Εγώ, από την άλλη, θα αντισταθώ στο ρεύμα και θα μείνω στην Ελλάδα, το πολύ πολύ να φύγω από το νησί και να πάω στην ηπειρωτική χώρα. Τώρα που είπα ηπειρωτική, θυμήθηκα το μαθητή μου τον Άλεξ, που τη γράφει, στο Θεό σας, «ιποιροτική», αυτό το οι, άραγε, πώς να του ήρθε, εκεί που πρέπει δεν το βάζει ποτέ, μόνο σε κάτι άσχετες λέξεις. Ο Άλεξ, λοιπόν, αλλά και ο άλλος μαθητής μου, ο Θωμάς, εκτός του ότι έχουν το Σατανά μέσα τους και μου βγάζουν την πίστη ανάποδα κάθε μέρα, έχουν αρχίσει και να ανακαλύπτουν το σεξ. Εννοείται πως ξέρουν τα πάντα, γυναικολόγοι με πτυχίο, και εκστομίζουν ατάκες θανατηφόρες.
Ο Θωμάς επέμενε να του πω «τι θα κάνω με το αγόρι μου το βράδυ» κι ο Άλεξ με ρωτάει με νόημα αν «μου αρέσει ο Σαίξπηρ», ο οποίος γράφεται, πρέπει να ξέρετε, Sexpir. Εγώ, να πάρει, δε μπορώ να μείνω σοβαρή και με πιάνουν τα γέλια, οπότε καταστρέφεται κάθε πιθανότητα που είχα να με σέβονται. Επίσης, ο Άλεξ προχτές ζωγράφιζε ένα σκίτσο, στο οποίο ξαφνικά προσθέτει κάτι τεράστια στήθη και μου δηλώνει πως εξασκείται στο «να ζωγραφίζει βυζιά», για κάποιο λόγο που κανείς δεν ξέρει. Εγώ του λέω πως άμα τα ξέρει όλα από τα 10, στα 18 τι θα γίνει; Ατάραχος, μου απαντάει πως στα 18 θα το κάνει, μιλάμε, το παιδί έχει φιλοδοξίες, βέβαια, αφού το τοποθετεί στα 18 κι όχι στα 13, πάλι καλά να λέμε.
Την άλλη φορά είχαμε συζήτηση για τα προφυλακτικά. Παίζανε, λέει, θάρρος ή αλήθεια, και στείλανε ένα συμμαθητή στο περίπτερο να αγοράσει «ντούο» κι ο περιπτεράς του είπε πως είναι πολύ μικρός και τι θα τα κάνει. Το παιδί, ετοιμόλογο, απάντησε πως τα μισά θα τα κάνει μπαλόνια και τα άλλα μισά θα τα κρατήσει για όταν μεγαλώσει. Του Άλεξ πολύ του άρεσε αυτή η προοπτική, διότι που να τρέχεις να αγοράζεις όταν έρθει η ώρα, αλλά εγώ του διέλυσα τις αυταπάτες, αποκαλύπτοντας πως τα προφυλακτικά έχουν ημερομηνία λήξης. Σοκαρίστηκε, πρώτον διότι υπήρχε κάτι σχετικά με το σεξ που δεν το ήξερε και δεύτερον διότι σκέψου, λέει, να βρεθείς με ένα παιδί χωρίς να το περιμένεις και να πας να δεις τα προφυλακτικά, γιατί δε λειτούργησαν, και να πεις «όχι, ρε γαμώτο, είχαν λήξει!».
Όπως καταλαβαίνετε, εγώ έχω ξεραθεί στα γέλια κι άντε μετά να το πείσεις το παιδί να μάθει να διαιρεί δεκαδικούς.
Κατά τα άλλα, δεν προλαβαίνω ούτε να φτύσω, έχω ωστόσο πολλές ιδέες για χειροτεχνίες, τις οποίες θα φτιάξω στον ύπνο μου προφανώς. Χριστέ μου, δεν θα έρθει και για μένα η ευλογημένη εποχή, όπου θα κάνω μόνο χειροτεχνίες και θα έχω μια ραπτομηχανή κι ένα πιστόλι σιλικόνης;
Φεύγω τώρα, πάω να βάψω κάτι βότσαλα κι αύριο, για να αναπληρώσω την απουσία μου, θα σας πω για το πώς έφτιαξα το βιογραφικό μου, να γελάτε 5 ώρες.