Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Μικροί ήρωες και μεγάλοι.


Σήμερα πείστηκα πως αν ποτέ αποκτήσω παιδί και φτάσει σε ηλικία να πάει σχολείο, θα είναι δακτυλοδεικτούμενο, διότι σε περίπτωση που ακόμα και σε κείνο το μακρινό μέλλον γίνονται σε αυτή την ταλαίπωρη χώρα παρελάσεις στη μνήμη εθνικών επετείων και λοιπών αρνήσεων, απαρνήσεων και υπερήφανων πολέμων, εγώ θα του απαγορεύω διά ροπάλου του παιδιού μου να πάρει μέρος και θα του λέω να λέει στους δασκάλους πως οι παρελάσεις είναι εθνικιστικά παραληρήματα, στα οποία δε θέλει να συμμετάσχει (κατά πάσα πιθανότητα, θα του καταστρέψω την ζωή και τους βαθμούς, αλλά τουλάχιστον δε θα κουνάει αυτά τα πλαστικά σημαιάκια, με τα οποία έχουν γαλουχηθεί αι γενεαί πάσαι περήφανων ελληνικών και εμμονικών νιάτων). Το ξέρετε, φαντάζομαι, αλλιώς δεν θα ήσασταν εδώ, πως η Ελλάδα είναι μία από τις 6 ή 7 χώρες παγκοσμίως που ακόμα διοργανώνουν παρελάσεις και πως από αυτές οι μισές έχουν βασιλιά ή βασίλισσα. Να λέει αυτό κάτι για την ικανότητα του μέσου Έλληνα να μάθει από τα λάθη του; Μπα, ιδέα μου θα είναι.
Νομίζω ότι ακόμα κι ο Γιώργος Θαλάσσης να ζούσε, παρέλαση δεν θα έκανε. Τον θυμάστε το Γιώργο Θαλάσση; Το Παιδί-Φάντασμα; Που ήταν καμιά 16-17 χρονών (ή πιο μικρός;) και παρέα με την Κατερίνα (πάντα ήμουν περήφανη που αυτή είχε το όνομά μου, διότι κρυφά ήμουν κι εγώ ερωτευμένη με το Γιώργο) και τον Σπίθα (ενίοτε ταυτιζόμουν και με το Σπίθα, λόγω του ότι κι αυτός δε στερούνταν το φαγητό του για κανέναν και για τίποτα) εξουδετέρωναν Γερμανούς, Ιταλούς και δωσιλόγους;
Καλά, μιλάμε, τι θυμήθηκα τώρα. Και φταίει ένας σύνδεσμος που πήρε το μάτι μου και το αυτί μου στο protagon σήμερα, το τραγούδι αυτό του Κηλαηδόνη.
Με τις ώρες διάβαζα Μικρό Ήρωα και αγχωνόμουν για το αν θα τον ανακαλύψουν οι Γερμανοί, αν θα πιάσουν αιχμάλωτη την Κατερίνα κι αν θα βασανίσουν το Σπίθα. Ο Γιώργος Θαλάσσης είχε τουλάχιστον κίτρινη ζώνη στο καράτε και ήταν καλύτερος στο αϊκίντο κι από τον Τομ Κρουζ στον Τελευταίο Σαμουράι. Το καλύτερο ήταν που εξουδετέρωνε τους Γερμανούς φρουρούς με ένα χτύπημα στο σβέρκο, μα που στον κόρακα τους χτυπούσε, ποτέ δε μας το αποκάλυψαν, ήθελα κι εγώ να μάθω να εξουδετερώνω έτσι τις αδελφές μου και κάτι ενοχλητικούς στο σχολείο, διότι το καλύτερο ήταν πως ποτέ δεν πέθαιναν, απλά τους εξουδετέρωνε κι αυτοί (οι λοβοτομημένοι προφανώς Γερμανοί φρουροί, που ποτέ δεν έπαιρναν χαμπάρι πως τους πλησίαζαν) έπεφταν αθόρυβα πάντα, κάνοντας μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό τους. Η περιστροφή ήταν απαραίτητη, ίσως σχετιζόταν με το μυστικό σημείο του χτυπήματος, που έκανε το Γερμανό φρουρό να περιστρέφεται.
Και μετά, ο Γιώργος Θαλάσσης, κάνοντας την κουκουβάγια (προφανώς τότε υπήρχαν στο κέντρο της Αθήνας ακόμα κουκουβάγιες) ή τη γάτα ή τον αρουραίο, καλούσε το Σπίθα και την Κατερίνα κι έκλεβαν κουραμάνες (κουραμάνες ήταν τα καλαμποκόψωμα που τρώγανε στην Κατοχή) από τα γερμανικά καμιόνια για να τις δώσουν στα υποσιτισμένα γειτονάκια ή απελευθέρωναν συντρόφους, πολύ σημαντικά στελέχη της Αντίστασης.
Επίσης, πάντα περίμενα πότε θα φιληθούν ο Γιώργος Θαλάσσης κι η Κατερίνα ή έστω πότε θα εξομολογηθούν τον έκδηλο έρωτά τους, αλλά αυτός ήταν πολύ σκληρός κι απασχολημένος με την εξουδετέρωση Γερμανών φρουρών κι αυτή πάντα τον έσωζε την τελευταία στιγμή, βάζοντας τον εαυτό της σε κίνδυνο για να γλιτώσει ο αγαπημένος της. Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, μια-δυο φορές αγκαλιάστηκαν και της χάιδεψε και τα μαλλιά. Θεέ μου, αυτοί είναι έρωτες, που ανθίζουν μέσα στην καταστροφή και τον πόλεμο, σφυρίζοντας οι σφαίρες και πεινώντας, σαν την Τατιάνα και τον Αλεξάντερ, το Γιώργο και την Κατερίνα, κι εμείς σήμερα γκρινιάζουμε γιατί το Skype δεν έχει καλή σύνδεση.
Ήρωας, ήρωας πραγματικός ο Γιώργος Θαλάσσης: έγραφε συνθήματα στους τοίχους, έκλεβε από τους κατακτητές, οι δολιοφθορές πήγαιναν σύννεφο, απελευθέρωνε αιχμαλώτους, πάντα ξέφευγε κι όλα αυτά δίχως να χάνει το παιδικό του χιούμορ και τη συντροφικότητα, δίχως να ξεχνάει να πειράζει το Σπίθα που έτρωγε συνέχεια (αφανής ήρωας κι ο Σπίθας) και πάντα στην τρίχα, με το κοντό του παντελονάκι και τα παπούτσια χωρίς κάλτσες, Κατοχή γαρ. Παράλληλα, μαζί με τους τρεις βασικούς, εμφανίζονταν κατά καιρούς και διάφοροι άλλοι ανήλικοι αντιστασιακοί, εξίσου γενναίοι και ατρόμητοι, εγώ θυμάμαι μόνο το Διαβολάκο, που είχε μια σφεντόνα, καμωμένη μόνο για να πετυχαίνει Γερμανούς.
Ψάχνοντας λίγο στο διαδίκτυο, βρήκα πως το Μικρό Ήρωα τον δημιούργησε ο Στέλιος Ανεμοδουράς το 1952, ως κόμικ, κι εκδιδόταν ως το 1967, οπότε τον απαγόρευσε η δικτατορία (χα, σημαδιακό, ψιλοκομμουνιστής θα ήταν ο Μικρός Ήρως). Αγαπημένο ανάγνωσμα της νεολαίας, λέει, τις δεκαετίες του 50 και του 60. Τώρα, πως εγώ, που μεγάλωσα τη δεκαετία του 80, διάβαζα Μικρό Ήρωα, είναι μεγάλο μυστήριο. Επειδή θυμάμαι πως τα περισσότερα τα διάβασα στο εξοχικό, όπου γενικώς κυκλοφορούσαν διάφορα παλιά κόμικ και βιβλία κυρίως αγορίστικα, λόγω του ότι στο σόι έχουμε κυρίως αγόρια, υποψιάζομαι πως τα είχε ο θείος Κωστάκης, μικρός αδερφός της μαμάς μου και αλητάμπουρας πρώτης στα νιάτα του, κι εγώ, ως γνήσιος βιβλιοφάγος, τα μεσημέρια που έπρεπε ντε και καλά να κοιμηθώ, αλλά εννοείται πως δεν ήθελα, τα έκλεβα και τα διάβαζα (μαζί έκλεβα και Μπλέικ, τον Καναδό κυνηγό με την ουρά λύκου στο καπέλο του ή κάποιου άλλου ζώου, δεν ενθυμούμαι).
Όπως κι αν έχει, εμένα μου άρεσε πολύ ο Μικρός Ήρωας και όταν το παιδί μου θα έρχεται κλαίγοντας επειδή τα άλλα παιδάκια το κοροϊδεύουνε που λέει έτσι για την παρέλαση, θα του δίνω να διαβάσει Μικρό Ήρωα, μπας και ξεστραβωθεί.

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Εχθές αργά, στο μπαρ Το ναυάγιο.


Μάρτυς μου ο θεός και ο Βούδας ταυτόχρονα, εγώ ήθελα να γράψω για σοβαρά πράγματα, για όλα αυτά που έγιναν και γίνονται ακόμα, για την απεργία, την ανεργία, την οικονομία, την κρίση, την παράκρουση, τις καταλήψεις, τις παραλείψεις, τη δυστυχία και τη δυστοκία, τους θανάτους και τους αθανάτους, αλλά πέφτει εδώ, από το πρωί, μια ήσυχη μικρή βροχούλα, διόλου κερκυραϊκή, μάλλον βρετανική θα την έλεγα, και τα σύννεφα είναι ήδη χαμηλά στον ουρανό (κι αυτός, σύμφωνα με τη Ρενάτα, είναι ο λόγος που δεν κάνει κρύο: Αρνιακέ, φάε τη σκόνη μας), οπότε ας μην τα χαμηλώσουμε ακόμα περισσότερο, στην ψυχή μας δηλαδή. Εκτός αυτών των βαθυστόχαστων και αρκούντως μελαγχολικών, βγήκαμε έξω χτες και φυσικά γίναμε ρεζίλι στο πανκερκυραϊκό (κατά το πανελλήνιο) και αποφάσισα, λόγω κάποιων κακεντρεχών σχολίων που έχουν γίνει εις βάρος μου τις τελευταίες μέρες, να δημοσιοποιήσω τα ρεντίκολα. Ωστόσο, μη διανοηθείτε πως δε θα γράψω και για την τρέχουσα κατάσταση της φτωχής μας χώρας, καθώς, διόλου απολιτίκ δεν είμεθα ως ιστολόγιο, όπως άδικα και αβασάνιστα μας κατηγόρησαν. Απλώς, θέλω κι εγώ το χρόνο μου.
Εχτές, λοιπόν, ήμασταν καλεσμένες σε κάτι γενέθλια, σε ένα μπαρ, το μοναδικό κάπως αξιοπρεπές εδώ στο νησιώτικο χειμώνα, όπου αξιοπρεπές σημαίνει (ή τουλάχιστον πέρσι αυτό σήμαινε, φέτος λίγο άλλαξαν κι εκεί τα πράγματα) πως δε βλέπεις μόνο στάχτη και μπέρμπερις κι επίσης ακούς τα τραγούδια ολόκληρα (πρωτοφανές φαινόμενο, μήπως κάνας αναγνώστης ντιτζέι να μου εξηγήσει γιατί κόβονται τα τραγούδια;), άσε που όντως ακούς τραγούδια κι όχι απλά τα τύμπανα του πολέμου μεταξύ των φυλών Τρανς και Ελληνικολαϊκοποπρεμίξ. Βάλαμε τα καλά μας (μερικές από εμάς βάλανε και πολύ ψηλά τακούνια, τα οποία εκτός του ότι είναι ανθρωπίνως αδύνατον να τα περπατήσεις, παράλληλα χώνονται ανάμεσα στις πλάκες από τα καντούνια και βρίσκεσαι ξαφνικά ακινητοποιημένη, στην καλύτερη περίπτωση, ή μονοσάνδαλη, στη χειρότερη, με το παπούτσι να έχει μείνει πίσω, μεταξύ δύο τεκτονικών πλακών) και πήγαμε. Στην αρχή ήμασταν εγώ, η Ελένη και μια κυρία που σφουγγάριζε το μαγαζί και βαριόμασταν, μιλούσαμε για βλακείες, αλλά κάναμε ότι λέγαμε πολύ σοβαρά πράγματα, πάντα το κάνουμε αυτό, έτσι φαινόμαστε βαθυστόχαστες και σοφιστικέ. Ύστερα, ήρθαν οι μέλισσες, η Ρενάτα, η Μαργαρίτα και ένα μπολ με πατατάκια και αυτά τα μακρουλά καφετιά, τα θυμάστε; Που τρώγαμε στα παιδικά πάρτι κι είναι σα να μασουλάς κλαδάκια από το καλαθάκι της Κοκκινοσκουφίτσας; Αυτά. Τα οποία ετούτες εδώ τα βάζανε κάτω από τα χείλια τους για χαυλιόδοντες και κάνανε τους θαλάσσιους ελέφαντες. Επίσης, τα βάζανε για μουστάκια του Νταλί κι η Ελένη έκανε ότι τα κάπνιζε κι εγώ ήθελα να τα βάλω στα αυτιά μου, αλλά ντράπηκα. Μετά τα βάζανε στο στόμα τους και μη σας πω καλύτερα τι προσομοιώνανε. Ευτυχώς, ξεκίνησε η μουσική και ξεχάσανε τα καφετιά κλαδάκια.
Η μουσική, λοιπόν, ήταν ομολογουμένως πολύ καλή για τα τοπικά δεδομένα, αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι ακούσαμε και τον απαραίτητο Ρουβά, διότι, πρέπει να ξέρετε ότι στην Κέρκυρα πίνουν νερό στο όνομα του Ρουβά και οπωσδήποτε, όπου και να πας, ακόμα και σε ένα τελειωμένο καταγώγιο ντεθάδικο που έχει στο Μαντούκι, έναν Ρουβά θα τον ακούσεις. Εμείς, ως συνήθως, ήμασταν οι μοναδικοί άνθρωποι μέσα στο μαγαζί που χορεύαμε κι ας είχαμε αποκλειστεί σε μια γωνία, κολλητά στο σαγρέ τοίχο (πολύ της μοδός ο σαγρέ τοίχος στα μπαρ), από κάτι πανύψηλους τύπους. Ένας από αυτούς, μάλιστα, φόραγε και μια ζακέτα με γούνινη κουκούλα (μα καλά, δεν είχε σκάσει ο χριστιανός), η οποία μου γαργαλούσε τη μύτη όλο το βράδυ, πολύ σπαστικό. Το τι αγκωνιά έφαγε η γούνινη κουκούλα δεν περιγράφεται, παραλίγο να του βάλω και τα ψίχουλα από τα πατατάκια μέσα, αλλά με είδε ο φίλος του κι έκανα ότι χόρευα με το μπολ, μη με ρωτήσετε πως, το έκανα. Στη συνέχεια, κι αφού η ώρα είχε πάει 3, ήρθε κι αυτός που μας είχε καλέσει στα γενέθλια (άκυρο;), αλλά εμείς ήμασταν, όπως καταλαβαίνετε, έτοιμες να φύγουμε, πράγμα το οποίο κάναμε με μεγάλη αξιοπρέπεια, όπως πάντα. Η Ελένη, όμως, δε μπορούσε να περπατήσει ούτε 2 μέτρα με τα τακούνια και με ανάγκασε να αλλάξουμε παπούτσια ως το σπίτι. Έλα, όμως, που η Ελένη φοράει δυο νούμερα παραπάνω από μένα και επίσης βαρέθηκε να τα βγάλει και τα δύο κι έβγαλε μόνο το δεξί που την πονούσε περισσότερο. Το αποτέλεσμα ήταν να περπατάμε και οι δύο κούτσα κούτσα, εμένα να μου βγαίνει το τακούνι νούμερο 38, η Ελένη να έχει στραβοπατήσει το δικό μου νούμερο 36 κι η Ρενάτα με τη Μαργαρίτα και κάτι άσχετους να έχουν ξεραθεί στα γέλια. Με τα πολλά φτάσαμε σπίτι, βάλαμε ο καθένας τα παπούτσια του και πήγαμε για ύπνο.
Η επόμενη μέρα μας βρήκε να βρωμάμε τσιγαρίλα ως το μεδούλι και σα να μην έφτανε αυτό, η Ρενάτα έβαλε να βράσει ένα ψάρι, που το τύλιξε σε τούλι, μου εξήγησε γιατί, αλλά δεν το συγκράτησα, οπότε αντιλαμβάνεστε ότι δε θα μυρίσουμε όμορφα ποτέ ξανά. Σας φιλώ.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Μάι κρίσταλ σι.


Σήμερα θα σας μιλήσω για ένα αγόρι.
Τον γνώρισα όταν ήταν 22 χρονών, σ’ ένα πάρτι, εκεί δηλαδή όπου συνήθως γνωρίζεις αγόρια. Επειδή ήταν ο πιο ψηλός από όλους, ξεχώριζε από μακριά. Ήταν και λίγο αμπλαούμπλας, εδώ που τα λέμε, αλλά είχε επάνω του μια ευγένεια εντελώς άσχετη με τα άξεστα αγόρια που ήξερα ως τότε. Δε θυμάται τίποτα από εκείνο το πάρτι, για τον απλούστατο λόγο ότι ήταν λιάρδα, κάτι το οποίο συνηθίζει έκτοτε στα πάρτι-ίσως ενδόμυχα να θέλει να ξεχάσει εκείνο. Εγώ, πάλι, τα θυμάμαι όλα.
Την επόμενη φορά που τον συνάντησα, στεκόταν δίπλα στο άγαλμα του Βενιζέλου, στην Εγνατία με Αριστοτέλους. Με κέρασε έναν καφέ και δε σας κρύβω ότι ψιλοβαρέθηκα. Νομίζω κι αυτός το ίδιο. Ωστόσο, ξανασυναντηθήκαμε, καθότι ήταν πολύ ψηλός, κάτι που λίγο αντιστάθμιζε το ότι ψιλοβαρέθηκα.
Στην πορεία, διαπίστωσα πως το αγόρι αυτό ήταν πολύ ευγενικό και ήρεμο. Και είναι ακόμα. Δε νευριάζει ποτέ, δε φωνάζει ποτέ κι όταν του φωνάζεις εσύ, πληγώνεται στ’ αλήθεια. Βέβαια, είναι πολύ δύσκολο να του φωνάξει κανείς, γιατί έχει πάντα τόσο καλή διάθεση και μια λύση για όλα τα προβλήματα και το ταλέντο να βρίσκει κάτι αστείο ακόμα και στην πιο απαίσια φάση και να σε χαλαρώνει ακόμα κι όταν όλα πάνε στραβά, τόσο στραβά που το μόνο που θες είναι να πας να πέσεις από την Κόντραφοσα στη θάλασσα.
Τον συμπαθούνε όλοι με την πρώτη ματιά, η αύρα του είναι λευκή και λαμπερή και πανέμορφη και είναι αδύνατον να μην του παραδοθείς: όλες οι κοπέλες τον κοιτάνε και μετά, όταν μιλάει κιόλας, κρέμονται από τα χείλη του. Τα χέρια του είναι μεγάλα και μπορούν να φτιάξουν τα πάντα και με ότι καταπιάνεται τα καταφέρνει τέλεια.
Είχε κολλήσει σε μια φάση με το ντιαμπολό, το ξέρετε; Ένα ζογκλερικό, που μοιάζει με δυο χωνιά κολλημένα στις μύτες τους, το οποίο ισορροπείς σε μια κλωστή δεμένη στις δυο άκρες σε δυο ραβδιά. Δε μπορείτε να φανταστείτε τι έκανε μ’ αυτό το πραματάκι: τα καλοκαίρια στις παραλίες (είναι και λίγο επιδειξίας…) μαζεύεται γύρω μας όλη η μαρίδα της παραλίας και διάφορες γκόμενες με μπικίνι και χαϊμαλιά στους αστραγάλους κι εγώ κάθομαι με τα ροζ καπέλα μου και κοιτάω. Μια φορά, έπαιζε με αυτό το πράμα μέσα στην κουζίνα και έσπασε ένα ταψί κανελόνια που τα είχα απλώσει, έτοιμα για γέμισμα. Γύρισε όλη τη Θεσσαλονίκη, Κυριακή μεσημέρι, να βρει κανελόνια. Τελικά, φάγαμε τον κιμά με μακαρόνια.
Του αρέσουν τα χρώματα, αλλά αντιπαθεί τα λουλούδια στα ρούχα και γκρινιάζει που δε φοράω τακούνια και κοντές φούστες. Εγώ του λέω ότι αν φορέσω τακούνια και κοντές φούστες (ειδικά ταυτόχρονα) θα διασκεδάσουμε πολύ κόσμο, μπορεί να μας πάρουν και στο τσίρκο: ο ζογκλέρ και ο κλόουν. Μαντέψτε ποιος θα είναι ο κλόουν.
Δίνει πάντα λεφτά σε όσους του ζητάνε στο δρόμο, σε όλους όμως, δε μπορείτε να φανταστείτε, και λέει πως αυτά είναι καρμικά, διότι τα λεφτά που δίνεις, γυρνάνε πάντα σε σένα. Μπορεί να έχει και δίκιο, καθώς βρίσκει συνέχεια λεφτά στο δρόμο, μια φορά είχε βρει κι ένα κατοστάευρο και πήγε και το ‘κανε όλο ψιλά και τα έδινε στους ζητιάνους και στα τζάνκια της Ναβαρίνου. Επίσης, παίρνει πάντα όλα τα διαφημιστικά που μοιράζουνε στο δρόμο, τα οποία βέβαια καταλήγουν μονίμως στη δική μου τσάντα.
Δε θα βγάλει κακή κουβέντα από το στόμα του για άνθρωπο και δικαιολογεί πάντα όλους, δε βλέπει ποτέ κακή πρόθεση στον άλλον κι είναι έτοιμος να σου ανοίξει την καρδιά του και το σπίτι του. Είναι περιποιητικός, τρυφερός και καταλαβαίνει τα αστεία μου. Τη μέρα που ορκίστηκε φαντάρος, μόλις τελείωσε η ορκωμοσία, πήρε το τρένο από τας Σέρρας κι ήρθε στη Θεσσαλονίκη να με βοηθήσει να μετακομίσω. Ότι κοτσάνα μου ’ρχεται εμένα να κάνω, από το να δώσω κατατακτήριες στο Παιδαγωγικό μέχρι να φτιάξω πλάκες για ιαπωνικά τυπώματα, με στηρίζει και μου λέει «ε, βέβαια, μπορούμε να το κάνουμε» και κατεβάζει ένα σωρό ιδέες. Όταν αποφάσισα να φύγω για την Κέρκυρα, αδιαμαρτύρητα το δέχτηκε και μάλιστα χάρη σ’ αυτόν έμεινα τον πρώτο χειμώνα εδώ και δε τα μάζεψα να φύγω κακήν κακώς.
Δεν είναι καθόλου εγωιστής, του αρέσει το σινεμά κι ο χορός, ζωγραφίζει και σχεδιάζει καταπληκτικά, οι αδελφές μου τον συμπαθούν πιο πολύ από μένα, όταν δούλευα στη Ρεζέρβα και μ’ έτρωγε η ορθοστασία, μου έτριβε τα πόδια και καμιά φορά μαγείρευε. Μια φορά, έφτιαξε μακαρονάδα και έβαλε όλα τα υλικά για τη σάλτσα στο μπλέντερ. Ωμά. Και περιέχυσε τα μακαρόνια.
Είναι ο γλυκύτερος άνθρωπος στον κόσμο, είναι σα λιακάδα το χειμώνα και σήμερα έχει γενέθλια. Χρόνια πολλάάάάά!


Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Και φυσικά, ο Κόλπος των Μαλιών....


Χτες, όπως κάθε μέρα άλλωστε, πήγα στους μαθητές μου για να διαβάσουμε για τη Δευτέρα. Τώρα, αυτά τα παιδιά, όπως σας έχω ήδη περιγράψει, σκυλοβαριούνται να διαβάσουν, μισούν το σχολείο και μου βγάζουν την ψυχή. Καθημερινά, διεξάγεται ένας μικρός πόλεμος για να γράψουν τις ασκήσεις στη Γλώσσα, να λύσουν τα προβλήματα στα Μαθηματικά και να διαβάσουν μισή φορά το μάθημα της Ιστορίας.
Συγκεκριμένα χτες, όμως, έριξα πολύ γέλιο, διότι ο Άλεξ έχει Γεωγραφία τη Δευτέρα: φρίκη. Έπρεπε, όπως μου δήλωσε κατηφής και πριν ακόμα μπω στο σπίτι, να μάθει απέξω «όλα τα αιγαία και τους κολπούς της Ελλάδας». Καταλάβατε; Ούτε κι εγώ, αρχικώς. Στη συνέχεια, συνειδητοποίησα πως «τα αιγαία» είναι τα πελάγη της Ελλάδας, διότι, κατά τον Άλεξ, δεν είναι το Αιγαίο Πέλαγος και τα υπόλοιπα, παρά όλα είναι αιγαία. Όσο για τους «κολπούς», επρόκειτο για τους κόλπους της Ελλάδας. Κι αφού ξεκαθαρίσαμε τόνους και πελάγη (τα οποία είμαι σίγουρη ότι μέχρι τις Πανελλήνιες, αιγαία θα τα λέει), περάσαμε στο β’ μέρος της τραγωδίας.
Μα, καλά, ποια σοβαρή δασκάλα έβαλε στα 10χρονα να μάθουν όλους τους κόλπους της Ελλάδας απέξω; Κανείς αναγνώστης δάσκαλος να μου λύσει την απορία; Είναι αυτό τρόπος να μορφωθεί το παιδί; Εγώ, πάντως, δεν τους ξέρω απέξω όλους, άστε που δε βλέπω και καμία χρησιμότητα να τους ξέρω, εντάξει, να έχεις μια γενική γνώση, μη νομίζεις, ας πούμε ότι ο Κορινθιακός βρίσκεται στην Κρήτη ή κάποια ανάλογη κοτσάνα, αλλά όχι κι όλους απέξω. Τέλοσπαντων, επειδή ο καημενούλης μου τη φοβάται και πολύ τη δασκάλα του (λέει ότι πετάει κασετίνες και τετράδια άμα είσαι αδιάβαστος κι ότι τους λέει και βλάκες καμιά φορά, αλλά μήπως είναι υπερβολές του παιδιού, δεν ξέρω), ήταν αποφασισμένος να τα μάθει όλα.
Μιλήσαμε, λοιπόν, για το Ανθρακικό Πέλαγος (ο Τριβιζάς φταίει γι’ αυτό), για τον Εβραϊκό Κόλπο, για τον Αλβανικό Κόλπο και φυσικά για τον Παρασιτικό Κόλπο (όποιος αναγνώστης βρει τα πραγματικά ονόματα κερδίζει ένα βιβλίο της Γεωγραφίας της Ε’ Δημοτικού-εξαιρούνται όσοι άκουσαν ήδη τις ερμηνείες). Αφού βέβαια προηγουμένως στην Ιστορία, λέγαμε για τον Διοκληνό και το Διάταγμα της ανεξιοθρησκείας. Τι να κάνει το έρμο το παιδί, τα ‘χει παίξει με τόσα ονόματα.
Πάντως, πέρα από την πλάκα, μου φαίνονται υπερβολικά όλα αυτά που πρέπει να μάθουν και να κάνουν κάθε μέρα τα καημένα. Και τα θέλουν κιόλας οι δάσκαλοι με όλες τις λεπτομέρειες, παπαγαλία. Και μετά παραπονιόμαστε που οι έφηβοι δεν έχουν κριτική ικανότητα και είναι ανιστόρητοι.
Πάντως, ένα πράγμα είναι σίγουρο: από το σχολείο θα έρθουν γυναικολόγοι με πτυχίο, ο Θωμάς προχτές μας δήλωσε περιχαρής πως άκουσε στο σχολείο ότι το «πουλάκι μπαίνει στο πουλάκι». Βέβαια, η αλήθεια είναι πως έτσι ακριβώς γίνεται, από καταβολής κόσμου, οπότε μήπως όντως πρέπει το παιδί να είναι ενήμερο για τις μεθόδους που ακολουθούνται διεθνώς, προκειμένου να μη ρεζιλευτεί την κρίσιμη στιγμή; Όσο για το homework, τι να πω ρε παιδιά, έξω από το χορό πολλά τραγούδια λες, δασκάλα δεν είμαι (κι ευτυχώς, δηλαδή, γιατί εγώ θα τα λυπόμουν και δε θα τους έβαζα ποτέ τίποτα να κάνουν, επίσης, θα κάναμε μόνο χειροτεχνίες στην τάξη και ποτέ μάθημα), αλλά βλέπω ότι πολύ ταλαιπωρούνται και μήπως δεν έχει νόημα.
Με αφορμή δε τις περιπέτειες του Θωμά και του Άλεξ στο σχολείο, θυμήθηκα έναν καθηγητή που μας έκανε Βιολογία στο Γυμνάσιο, που είχε ένα μαύρο βιβλιαράκι, πιο τρομακτικό κι από το κατάστιχο του Χάρου, κι όταν το άνοιγε κι έλεγε το όνομά σου, έπρεπε να σηκωθείς και να πεις νεράκι το μάθημα, αλλιώς σε ξεφτίλιζε. Μιλάμε, τρέμαμε σούμπιτοι όταν ήταν η ώρα του. Γιατί υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι; Και γιατί μπαίνουν στα σχολεία; Μέχρι να απαντήσετε σε αυτό το ερώτημα, πάω να φτιάξω καπ κέικ.

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Ωραίο το αστείο μου.


Νομίζω ότι το να γράφεις έχει μεγάλη σχέση με το να διαβάζεις. Δεν μπορείς να γράφεις αν δε διαβάζεις, εμένα τουλάχιστον αυτό μου συμβαίνει: διαβάζω βιβλία θαυμαστά, που δεν μπορώ να τα αφήσω από τα χέρια μου, γελάω και κλαίω μαζί τους, και μετά θέλω κι εγώ να μάθω να γράφω έτσι, σαν τον Τζόναθαν Κόου, τη Σώτη Τριανταφύλλου, το Χαρούκι Μουρακάμι.
Άλλο που δε μπορώ και μου μένουν οι λέξεις στα χέρια και στα ντουλάπια της σκέψης και νιώθω πως ακόμα και τα πιο όμορφα γραφτά μου (βλακείες, δηλαδή, με τα μέτρα των κανονικών ανθρώπων) είναι όλα κλεμμένα και αντιγραφές αλλωνών. Βέβαια, καθώς προείπα, το να γράφεις έχει μεγάλη σχέση με το να διαβάζεις, κι ως εκ τούτου θα μπορούσε κανείς να πει πως όλα τα γραφτά όλων των γραφιάδων είναι κλεψιές από άλλα. Εντάξει, αυτό είναι πολύ μεγάλη συζήτηση που άπτεται όλων των μορφών τέχνης και δημιουργίας (αν μπορούμε να ονομάσουμε τέχνη ή δημιουργία τα παραληρήματα), κατά πόσο υπάρχει πραγματική πρωτοτυπία, παρθενογένεση, προσωπική έμπνευση και όλα αυτά τα ιδεαλιστικά, από τη στιγμή που πάντα κάποιος έχει γράψει, ζωγραφίσει, φωτογραφίσει, ράψει ή σκαλίσει αυτό που θέλεις εσύ πριν από σένα.
Από την άλλη πλευρά (διότι πάντα υπάρχει η άλλη πλευρά, κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά μου: βλέπω πάντα και την άλλη πλευρά, ποτέ δεν μπορώ να δω μόνο τη μία πλευρά, με αποτέλεσμα να δικαιολογώ, ενίοτε και να υποστηρίζω, και τις δύο πλευρές, πράγμα που με τη σειρά του συνεπάγεται συνήθως να με βρίζουν και οι δύο πλευρές), υπάρχει και το ζήτημα της ερμηνείας. Το θέμα που διάλεξες έχει ξαναμελετηθεί, λένε μάλιστα πως σε ολόκληρο τον κόσμο υπάρχουν μόνο 7 ή 10 διαφορετικές ιστορίες και σενάρια και όλα τα βιβλία κι οι ταινίες είναι παραλλαγές αυτών (πραγματικότητα ή ακόμα ένας αστικός μύθος, σαν τα κόκαλα από ποντίκια στα χάμπουργκερ;), ο τρόπος όμως που το βλέπεις και το διαγράφεις εσύ, είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος, όχι με τη διαστρεβλωμένη έννοια της λέξης, του εξαιρετικού, αλλά με την κυριολεκτική: δε θα επαναληφθεί αυτή η ερμηνεία και η οπτική, καθώς ποτέ κανείς άλλος ίδιος με εσένα δε θα βρεθεί στις ίδιες ακριβώς συνθήκες, ώστε να διυλίσει το γεγονός και την ιστορία και το έναυσμα με την ίδια μέθοδο.
Τώρα είχα κι άλλα σκεφτεί να πω, καθώς έπλενα τα πιάτα μου ήρθε φοβερή έμπνευση, αλλά της Ρενάτας της αρέσει πολύ το κρεβάτι μου κι είναι εδώ κάνα τέταρτο και συνδικαλίζεται με την Άννα στο τηλέφωνο για τα ενδοπανεπιστημιακά τους, οπότε αντ’ αυτού μπορώ να σας κάνω μία ωραιότατη ανάλυση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Εν πάση περιπτώσει, θα καταλήξω (τουλάχιστον το συμπέρασμα το θυμάμαι, τα άλλα τα ξέχασα) πως καλύτερα να πάω να ράψω, διότι στο γράψιμο χωλαίνω. Καλά, και σε πολλά άλλα, όχι μόνο στο γράψιμο. Τουλάχιστον, είμαι καλή στο ράψιμο! Να έραβα και το στόμα μου καμιά φορά.