Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Αμαρτίες αλλωνών.


Ήμαρτον, η συγγραφεύς κάλους θα βγάλω στα ακροδάχτυλα από το γράψιμο, σήμερα και χτες ολημέρα γράφω με ένα διάλειμμα χτες για ένα κοκτέιλ κι ένα διάλειμμα σήμερα για μια βουτιά. Βλέπετε, η Δώρα τελευταία στιγμή μου είπε για ένα διαγωνισμό διηγήματος με θέμα τη Θεσσαλονίκη και σιγά που δε θα έγραφα εγώ για τη Θεσσαλονίκη, αλλά τι να κάνεις που ο διαγωνισμός έληγε σήμερα, οπότε έκατσα η δικιά σου κι έγραψα κοτζαμάν διήγημα σε 2 μέρες, εντάξει, το ξέρω, δεν παίζομαι, μη μου το πείτε, δε χρειάζεται. Θα σας πω αν θα νικήσω στο διαγωνισμό.
Μέχρι, βέβαια, να νικήσω στο διαγωνισμό, ας είμαι λίγο πιο συνεπής στο ιστολόγιο-η αδελφή μου με μάλωσε που δεν έγραψα το προηγούμενο σαββατοκύριακο και μάλλον είχε δίκιο, αλλά, ρε παιδιά, τι να κάνω, με φάγανε οι συναναστροφές. Ήμουν εκτός, όπου, στο εκτός, γνώρισα κάτι πολωνέζες που είχαν γίνει φίλες με τον καλό μου μέσω του Couch surfing, το ξέρετε το Couch surfing; Πολύ ενδιαφέρον πράγμα, είναι κάτι σαν κοινωνικό δίκτυο, όπου φτιάχνεις το προφίλ σου και λες ότι μπορείς να φιλοξενήσεις κάποιον στο σπίτι σου ή μπορείς να του προσφέρεις βόλτα και ξενάγηση στην πόλη που μένεις και σε βρίσκουν διάφοροι από όλο τον κόσμο και μπορείς, αν δεν πέσεις στο σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι που το έχει σκάσει από το Hostel, να κάνεις πολλούς φίλους και να έχεις σε όλα τα μέρη του κόσμου έναν καναπέ να κοιμηθείς, βρε αδερφέ! Αν, όμως, πέσεις στον προαναφερθέντα φαντάζομαι ότι το μόνο που θα κάνεις είναι να βρεις είναι τους προγόνους σου.
Τέλοσπαντων, γνωρίσαμε, λοιπόν, αυτές τις πολωνέζες κι από τις βόλτες και τα έξω δεν άδειασα να γράψω. Τώρα, όμως, γύρισα. Στο νησί. Στη δουλειά (όποιος ξαναπεί ότι τίποτα δε δουλεύει τον Αύγουστο, θα τον βαρέσω). Στο ιστολόγιο. Στη Ρενάτα. Στα μπάνια. Στο μουσειάκι. Εντάξει, το παράκανα.
Χτες είπαμε να βγούμε, αλλά η Ειρήνη είχε γάμο πριν και μας ξόρκισε να βάλουμε φουστάνια και τακούνια για να μην είναι σαν τη μύγα μες το γάλα. Ξεκίνησα, σας ορκίζομαι, νωρίς να ετοιμάζομαι, αλλά, ρε παιδιά, δε μου άρεσε τίποτα, δε μου έκανε τίποτα, όλα μου φαινόντουσαν χάλια, με τη μαύρη τη φούστα ήμουν σαν καλόγρια, με το μαύρο φόρεμα σαν τον καρδινάλιο, το ροζ ήταν μακρύ, άστε με, άλλαξα 5 φορές ρούχα και το χειρότερο; Άλλαξα και τα ανάλογα βρακιά, άλλο βρακί για κάθε φουστάνι, τι είναι αυτό το πράγμα, να θες να βάλεις ένα ρούχο και να σκέφτεσαι μισή ώρα το βρακί, έλεος, μόνο σακιά θα φοράω. Εν πάση περιπτώσει, έβαλα το κλασικό άσπρο φόρεμα, έχω καταντήσει γραφική, η τρελή με τα άσπρα, και πήγαμε να πιούμε το ρημαδοκοκτέιλ. Στο μεταξύ, η Ελένη εννοείται ότι ήρθε με τη σαγιονάρα και το τζιν, διότι αντιμετώπισε το ίδιο ακριβώς πρόβλημα, το οποίο μας το περιέγραφε μεγαλοφώνως στο αυτοκίνητο. Και πάνω που έλεγε όξω φωνή (έτσι λένε στην Κέρκυρα το ουρλιάζω) ότι το φόρεμα που έβαλε δεν της έκανε καθόλου βυζί, συνειδητοποιούμε ότι είμαστε σταματημένες σε φανάρι κι ο μαγαζάτορας του μαγαζιού στο φανάρι συμμερίζεται απόλυτα τον πόνο της Ελένης σχετικά με το βυζί και κουνάει το κεφάλι. Για άλλη μια φορά εγίναμε ρεντίκολο τση κοινωνίας.
Με τα πολλά φτάνουμε στο μπαρ όπου διαπιστώνουμε ότι έχει μετασχηματιστεί σε οικογενειακή ταβέρνα και πολύ διακριτικά ξαναφεύγουμε με φουστάνια, τακούνια, σαγιονάρες και τα σχετικά. Και πάμε σε ένα άλλο μπαρ, όπου πιάνουμε κουβέντα για τον ύπνο και πόσο όλα συνωμοτούν εναντίον σου όταν θέλεις να κοιμηθείς παραπάνω μια φορά, ρε παιδί μου. Και θυμάμαι εγώ αυτό που έλεγα με τη Στέλλα στην Αθήνα πριν από κάνα μήνα, ότι όταν κοιμόσουν το ιερό Σάββατο το πρωί, τότε ακριβώς της θυμιόταν της μαμάς να βάλει σκούπα κι όχι μόνο έμπαινε να σκουπίσει την ώρα που κοιμόσουν (βζζζζ, συγγνώμη, είναι δυνατόν; Δηλαδή έπρεπε να σκουπίσει την ώρα που κοιμόσουν; Δεν υπήρχε άλλη ώρα; ), παρά άνοιγε την πόρτα του δωματίου με το κοντάρι της σκούπας (γκντουπ), αν τυχόν δεν είχες ξυπνήσει ακόμα, να βεβαιωθεί ότι ξύπνησες. Και κατουρηθήκαμε από τα γέλια (κι άλλο βρακί).
Μετά γυρίσαμε κι εγώ έπρεπε να αδειάσω το κρεβάτι από όλα τα δοκιμασμένα ρούχα για να κοιμηθώ κι επίσης το πρωί που ξύπνησα έπρεπε να τα βάλω πίσω στη ντουλάπα, όπως καταλαβαίνετε, σιχτίρισα. Όλα θα τα δώσω, όλα.
Παράλληλα με τα γραψίματά μου, σήμερα η μαμά μου ανακάλυψε το Skype και μόνο τα κλάματα που δεν έβαλε (αχ, κορίτσια μου, πόση πρόοδο έχετε κάνει, λες και το ανακαλύψαμε εμείς το Skype) και δεν έλεγε και να το κλείσει, να με αφήσει να γράψω. Επίσης, οι απέναντι γείτονες έχουν πιάσει έναν καυγά άνευ προηγουμένου και ουρλιάζουν λες και σφάζονται, ελπίζω να μη συνεχιστεί αυτό για να κοιμηθούμε κάποτε, δεδομένου ότι οι ίδιοι γείτονες έχουν ένα σκυλί που γαβγίζει όλη τη νύχτα.
Τι αμαρτίες πληρώνω.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Τα καινούργια παπούτσια των πριγκίπων.

Μμμ, μάλιστα, δε βλέπω να έχω λείψει και σε κανέναν. Το παραβλέπω, με τη χαρακτηριστική μου ανωτερότητα, και συνεχίζω. Καταρχάς (και όχι καταρχήν, όπως λέει περίπου 4 φορές τη μέρα η αδελφή μου), βρίσκομαι σε ένα μέρος που, αν είναι δυνατόν, είναι πιο ζεστό από την Κέρκυρα. Και όμως υπάρχει. Επίσης, σε αυτό το μέρος περνάνε γύρω στους 8 παλιατζήδες κάθε πρωί έξω από το μπαλκόνι, ο καθένας με το δικό του ρεπερτόριο: άλλος εξειδικεύεται στους θερμοσίφωνες, άλλος στα πλυντήρια, άλλος στα σίδερα γενικώς και μόνο ένας τονίζει πως τα μαζεύει όλα ανεξαιρέτως. Αυτό θα πει εκσυγχρονισμός, παιδί μου, εξειδίκευση και στους παλιατζήδες, καταμερισμός εργασίας σε όλους τους τομείς της μεταποιητικής βιομηχανίας. Παράλληλα, η Λαμία (διότι εδώ βρίσκομαι, σε περίπτωση που δεν το καταλάβατε), μαζί με όλες τις άλλες ιδιαιτερότητες που έχει ως πόλη, πρέπει να είναι η μοναδική στον κόσμο, όπου επιβιώνει εκείνη η φοβερή συνήθεια των ελληνικών επαρχιακών πόλεων, να περνάνε διάφορα αγροτικά αυτοκίνητα εφοδιασμένα με θεόρατα μεγάφωνα στη καλύτερη περίπτωση ή απλές ντουντούκες στη χειρότερη, τα οποία διαφημίζουν επιθεωρήσεις, παραστάσεις του Καραγκιόζη και λοιπά πολιτιστικά προγράμματα.
Πιστεύω πως η Λαμία πρέπει να ενταχθεί στα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, ως πρότυπο διατήρησης λαογραφικών εθίμων της αθάνατης Ρούμελης.
Ακούγοντας, λοιπόν, σήμερα το πρωί, παλιατζήδες, αγροτικά, κλπ, συζητούσα με τον μπαμπά μου την προοπτική να πάρει το λεωφορείο για να πάει σε μια δουλειά που είχε, δεδομένης της απεργίας των ταξί, που ειδικά στη Λαμία δεν έχει καμία βάση: μόνο από τη δική μου οικογένεια, ζούνε άνετα οι ταξιτζήδες. Ο μπαμπάς μου αναρωτήθηκε «πως μπορεί να μπει σε αυτό το λεωφορείο» κι η μαμά μου του είπε πως πρέπει να πάρει ένα εισιτήριο που κάνει 1,10€ και να το χτυπήσει. «Που;» ρωτάει ο μπαμπάς. Εγώ πνίγηκα πίνοντας το γάλα μου. Αφού ξαναβρήκα την ανάσα μου του εξηγώ πως υπάρχει δίπλα στον οδηγό ένα κουτί με μια σχισμή μέσα στην οποία βάζει το εισιτήριο. «Κάθετη ή οριζόντια είναι η σχισμή;», ρωτάει ο μπαμπάς και ξαναπνίγομαι. Οριζόντια, του λέω, κι έληξα εκεί την κουβέντα, διότι ήθελα να πιω το γάλα μου σαν άνθρωπος.
Τελικά, αποφάσισε να πάει με τα πόδια, καθώς μετά θα ανέκυπτε το ζήτημα της στάσης, οπότε, καταλαβαίνετε, δεν ήθελα να υπεισέλθω, ο μπαμπάς είναι λίγο της παλιάς σχολής.
Βέβαια, ας είμαστε επιεικείς με τον πατέρα, διότι πρόσφατα έγινε παππούς, πράγμα το οποίο αντιλαμβάνεστε πως έχει μια κάποια επίδραση στον ψυχισμό του ανθρώπου. Λοιπόν, εγώ έχω να πω πως κάθε φορά που συναντώ μωρά, ενδυναμώνεται μέσα μου η πεποίθηση πως εγώ δεν θα κάνω ποτέ: τα μωρά είναι πολύ περίεργα πλάσματα και, παράλληλα, μηχανές που τρώνε λεφτά, οπότε, αν δεν έχεις ατσαλωθεί ψυχικά και οικονομικά, μην το επιχειρήσεις. Τα μωρά της αδελφής μου, συγκεκριμένα, που είναι και δύο τα γλυκά μου, κοιτούν με κάτι τεράστια γκρι μπλε μάτια, λες και ξέρουν, ρε παιδιά, τα πάντα ήδη και δε χρειάζεται να τους μάθεις εσύ τίποτα. Ειδικά το αγοράκι είναι, όπως είπε κι η Βάσια, σα σοφός γέρος. Άσε που νομίζω ότι κλαίνε από τα νεύρα τους επειδή δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν κι ας είναι τόσο σοφά κι εξαρτώνται από τους άλλους. Επίσης, πιστεύω βαριούνται φριχτά και γι΄αυτό κοιμούνται τόσο πολύ. Παρόλαυτα, είναι καταπληκτικά, μαλακά, χαριτωμένα, μυρωδάτα μικρά ανθρωπάκια, είναι ήσυχα και βολικά, με πατουσάκια και δαχτυλάκια, είναι αξιολάτρευτα, αν δεν είναι δικά σου. Η αδελφή μου με λέει θεία Παρλαπίπα Μίντλετον και με κοροϊδεύει γιατί τα κοιτάω με ανοιχτό το στόμα συνέχεια. Μα τι να κάνω; Είναι πολύ περίεργα, με κοιτάνε σα να με ξέρουν.
Το χειρότερο είναι η άλλη μου η αδελφή, η οποία έχει καταπιαστεί και τους φτιάχνει ραφτά υφασμάτινα παπουτσάκια, με όλα τα ρετάλια της μαμάς μου, ακόμα κι ένα λαμέ με κάτι ασημένια λαχούρια που έχει περισσέψει από τα μαξιλάρια του σαλονιού θα τους το κάνει παπουτσάκια, να μην έχουν τα παιδιά ένα επίσημο υπόδημα για μια περίσταση; Τα έρμα, τι τα περιμένει.
Μετά από όλα αυτά, θα σας αφήσω, να συνεχίσω τις καταπληκτικές διακοπές μου και να πάω να τα δω, γιατί χτες έραβα παπούτσια, σαν τους νάνους του παραμυθιού, και δεν πρόλαβα.

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Αυτή η σχολή ήταν μια κάποια λύσις.

Αυτές οι Κυριακές, που πάντα αργοπεθαίνουν, στην Κέρκυρα είναι ακόμα χειρότερες: κάθεσαι και ιδρώνεις, καυτός αέρας μπαίνει στα πνευμόνια σου και νιώθεις σαν επισκέπτης στα βουνά της Μόρντορ. Κινείσαι αργά, σα γιγάντιο καλαμάρι στο βυθό ενός καζανιού, η ζέστη σε αποχαυνώνει και τα 5 λεπτά έξω από το ντους σου φαίνονται αιτία αυτοκτονίας.
Μόλις γύρισα από τη θάλασσα και αναρωτιέμαι γιατί. Έχω πάρει αγκαλιά ένα μπουκάλι παγωμένο νερό και δεν αποφασίζω να μπω για μπάνιο, διότι ξέρω πως θα ιδρώσω αμέσως πάλι, οπότε λέω να κάνω μία και καλή, πριν κοιμηθώ. Από την άλλη, όμως, χτες μετά τη θάλασσα (διότι αυτό τουλάχιστον το καλό το έχουμε, πάμε κάθε μέρα για μπάνιο) δε λούστηκα, με αποτέλεσμα το μαλλί μου να θυμίζει στην αφή, την όψη και τη μυρωδιά το σύρμα για τα πιάτα. Κι επειδή το βράδυ θέλουμε και να βγούμε, τρομάρα μας, εδώ ως την κουζίνα πας και εξαντλείσαι, οι μαργαρίτες μας μάραναν, καλύτερα να κάνω ένα μπάνιο και να λουστώ εγκαίρως, διότι η Ελένη θα με βρίσει αν αργήσω.
Και ξέρετε γιατί θα βγούμε, έτσι; Διότι, επισήμως, με χαρτί, με τη βούλα, που λένε, είμαστε ξεναγοί. Τώρα, θα μου πείτε, σιγά τα λάχανα. Όχι, όμως, φίλοι μου, καθόλου σιγά δεν είναι τα λάχανα, διότι όταν επί 3 χρόνια έχεις περάσει των παθών σου τον τάραχο για να τελειώσεις τη σχολή, μέσα στην απόλυτη ένδεια αφού δεν προλάβαινες ούτε να φτύσεις, όχι να δουλέψεις, όταν έχεις μετρήσει με τις σταγόνες του ιδρώτα σου κάθε πετραδάκι σε κάθε αρχαιολογικό χώρο αυτής της συγκεκριμένης χώρας, όταν έχεις μελετήσει ενδελεχώς κάθε ράφι κάθε προθήκης κάθε μουσείου κι όταν, μετά από όλα αυτά, περιμένεις τον υπουργό (μη ρωτάτε ποιόν υπουργό, εδώ που ζούμε ο υπουργός είναι μια οντότητα συνεκδοχική, φανταστική ίσως, αλλά σίγουρα παντοδύναμη, κάτι σαν το Άγιο Πνεύμα, ας πούμε) να υπογράψει το χαρτί σου και αφού εδεήσει και το υπογράψει-κι αυτό γιατί δεν ανασχηματίστηκε, αλλιώς θα μας τις έφερνε ο Άγιος Βασίλης τις άδειες-περιμένεις να έρθουν από την Αθήνα στην Κέρκυρα μάλλον με μουλάρι, ε, όταν πια πάρεις την πολυπόθητη άδεια, έχεις μια χαρά και δύο, μη σας πω.
Όταν ήμασταν ακόμα στη σχολή, κάθε φορά που ερχόταν καινούργιος καθηγητής (περίπου μια φορά την εβδομάδα δηλαδή) μας ρώταγε τον καθένα λίγα πράγματα για τον εαυτό του. Φαντάζεστε, λοιπόν, με αυτή τη συχνότητα να ακούμε οι υπόλοιποι (τα ίδια κάθε φορά) λίγα λόγια του καθένα για τον εαυτό του, στο τέλος είχαμε μάθει ακριβώς τι λέει ο καθένας κι αν ξεχνούσε κάτι, του το υπενθυμίζαμε με μια φωνή, σαν τη χορωδία Τρικάλων. Επίσης, επειδή βαριόμασταν κάθε φορά να βρίσκουμε άλλη διατύπωση, τα λέγαμε και με τις ίδιες φράσεις ακριβώς, η μέρα της μαρμότας, σας λέω.
Εγώ, λοιπόν, σ’ αυτές τις απαγγελίες έλεγα ότι η ξενάγηση ήταν όνειρο ζωής για μένα, φυσικά με κοροϊδεύανε όλοι, δεν ξέρω γιατί, αφού ήτανε, να μην το πω; Εγώ έγινα αρχαιολόγος για να έχω επιστημονικό υπόβαθρο ως ξεναγός (τώρα βέβαια ξέρω πως μεγαλύτερη βλακεία απ’ αυτό δεν υπάρχει, ο ξεναγός δεν θέλει επιστημονικό, καλλιτεχνικό υπόβαθρο θέλει), επίσης έδωσα εξετάσεις δύο φορές για να περάσω σε μια σχολή, που όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο όλοι τη θεωρούσαν εξευτελισμό του πτυχίου μου (παλιά όσο κι ο χρόνος η διαμάχη μεταξύ ξεναγών και αρχαιολόγων, οι πρώτοι ζηλεύουν τη μόρφωση των δεύτερων κι οι δεύτεροι τις αποδοχές των πρώτων) κι επίσης ήρθα στην άκρη του κόσμου για να γίνω ξεναγός. Οπότε, ναι, βεβαίως και ήταν όνειρο ζωής και τώρα που πραγματοποιήθηκε, τι κατάλαβα; Καταρχήν, πάλι με βρίζουν όλοι, γιατί δεν κάνω ξεναγήσεις (αφού δεν προλαβαίνω η γυναίκα, άσε που δεν έχω διαβάσει και τίποτα, τι θα λέω στον τουρίστα, just columns, move on;) κι επίσης, σε λίγο καιρό, θα έρχεται ο τρελαμένος Γερμανός και θα ξεναγεί ο ίδιος και στα αρχαία ελληνικά κιόλας.
Δεν έχει σημασία, όμως, αυτό, σημασία έχει η πραγματοποίηση του ονείρου και το ότι είμαστε πια οι ξεναγοί της νέας εποχής, που κατά τη γνώμη μου, είναι οι πρεσβευτές της χώρας μας κι επίσης, οφείλω να σας πληροφορήσω πως ουδεμία σχέση έχουν με τη Νία Βαρντάλος στο My life in ruins, αν το έχετε δει, είμαστε σοβαροί και αξιοπρεπείς επαγγελματίες και μην πιστέψετε τίποτα από όσα σας πουν, εντάξει;
Και τώρα πρέπει να πάω για μπάνιο κι η Ρενάτα με νευρίασε γιατί λέει ότι δεν θα προλάβω να ετοιμαστώ κι αυτή κάθεται αραχτή και θέλει, λέει, να της ξεβάψω και τα νύχια, βρε ουστ.
Δεν πρόλαβα να σας γράψω μια πραγματεία για τις πραγματοποιήσεις των ονείρων και το κενό που σου αφήνουν, αλλά καλύτερα, ψυχοπλακωτικό θα ήταν. Θα σας περιγράψω την πρώτη μου ξενάγηση, να γελάσετε.

Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Εκτελούνται μεταφοραί (και κυριολεξίαι).

Έφαγα όλα τα πτι μπερ της Ρενάτας, πρώτον διότι η Ρενάτα είναι άρρωστη και δεν κάνει να τρώει μπισκοτάκια και δεύτερον διότι δεν είχα τίποτε άλλο να φάω για πρωινό, πράγμα το οποίο είναι μεγάλο δυστύχημα για μένα, μπορώ να παραλείψω όποιο γεύμα θέλετε, αλλά όχι το πρωινό, αυτό που σηκώνονται και φεύγουν δίχως να βάλουν μια μπουκιά στο στόμα τους, δεν το καταλαβαίνω, εγώ έχω φάει και κρύο παστίτσιο για πρωινό. Και τώρα που έχω πάρει δύναμη και θάρρος από τα ξένα πτι μπερ (το ξένο είναι πιο γλυκό, ως γνωστόν) μπορώ να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα, η οποία συνίσταται σε μία μετακόμιση, 3 απογεύματα στο γραφείο, έναν πόλεμο στην Αθήνα κι άλλον έναν στην Κέρκυρα. Από όλα αυτά, θα ασχοληθώ με τη μετακόμιση, τα υπόλοιπα είναι πολύ οδυνηρά και εξαιρετικά αδιαχείριστα και, ως γνωστόν, είμαι άνθρωπος φυγόπονος και αιθεροβάμων.
Εν ολίγοις, η φίλη μου ήρθε για να μαζέψει τα πράγματά της και να μετακομίσει κι εγώ, έχοντας φέρει εις πέρας με τεράστια επιτυχία 9 μετακομίσεις (στην ενήλικη ζωή μου), της προσέφερα την εμπειρία μου και τη γνώση μου, παράλληλα με την ψυχολογική υποστήριξη, εξίσου απαραίτητη για να μετακομίσεις.
Δηλαδή, ενώ τύλιγα τις σανίδες της βιβλιοθήκης με αυτό το πράγμα με τις φουσκίτσες (μπορεί κάποιος να μας πει πως το λένε, παρακαλώ, διότι δε βρήκαμε κανένα δόκιμο όρο, οπότε κατέφυγα στην περίφραση), τραγουδούσα «μετακόμιζα, θυμάμαι, μ’ ένα αμάξι, τώρα όλα τα ζητώ για να ‘μαι εντάξει» και «χαρτοκιβώτια ΝΟΥΝΟΥ και πράγματα συσκευασμένα», η Βίβιαν σιωπηρά παρακαλούσε να το βουλώσω, η Μαργαρίτα κάπνιζε στενοχωρημένη στον καναπέ κι ένας φίλος μας έστρωνε εφημερίδες στα σκαμπό για να καθήσει κι όλοι μαζί με κοίταζαν τι ωραία που τα έκανα κι ήμασταν (όπως είπε κι η Μαργαρίτα) λίγο σαν τους εργάτες της ΔΕΥΑΚ: ένας σκάβει κι οι υπόλοιποι κοιτούν και λένε «σκάψε λίγο πιο δεξιά, να βρούμε τη σωλήνα».
Σωλήνα δε βρήκαμε, αλλά βρήκαμε διάφορα άλλα πράγματα, καθώς, φίλοι μου, μια μετακόμιση μπορεί να αποκαλύψει πολλά: νυχτερίδες κι αραχνοοικογένειες πίσω από τη βιβλιοθήκη, παιδικά ρουχαλάκια πεσμένα πίσω από τα συρτάρια της συρταριέρας που είχες πάρει από την αποθήκη του Πάκη, πόσα άχρηστα πράγματα είχες μαζέψει, 3 σακούλες σκουπιδιών με ρούχα για τη γειτόνισσα της Ελένης, πόσο αγάπησες το σπίτι αυτό και τον τόπο εκείνο, μια λάμπα κινέζικη για να τη χαρίσεις στην Κατερίνα, την ικανότητα να ξεφορτώνεις καναπέδες από αγροτικά μέσα στη νύχτα στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης κι άλλα τέτοια.
Επίσης, με αφορμή τη μετακόμιση της Βίβιαν, θυμήθηκα τις δικές μου, που με είχανε γυρίσει σχεδόν σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Σε μία από αυτές, την πιο επεισοδιακή, είναι η αλήθεια, μετακόμιζα στη Ναβαρίνου, που είναι πεζόδρομος και όπου το φορτηγό του μπαμπά της Δώρας που είχαμε επιστρατεύσει δε μπορούσε να μπει. Τα παίρναμε, λοιπόν, τα πράγματα στα χέρια, μεγάλη επιτυχία, το κονβόι: δύο ήταν μπροστά και κουβαλούσαν την τηλεόραση κι άλλοι δύο ακολουθούσαν σπρώχνοντας την κουζίνα στο πεζοδρόμιο, ώσπου κάτι τύποι που έλιωναν εκεί στα πεζούλια, μας ρωτούν «παιδιά, είστε μ’ αυτούς με την τηλεόραση;» και σηκώνονται όλοι μαζί και μας ανέβασαν την κουζίνα στον ένατο όροφο. Μετά, όταν είχαμε ανεβάσει τα πάντα στον ένατο όροφο, πλάκωσαν κάτι μπάτσοι κι εμείς φοβηθήκαμε ότι είχαν έρθει να μαζέψουν το φορτηγό, αλλά μετά απεδείχθη ότι κάποιος είχε αυτοκτονήσει πέφτοντας από τη διπλανή πολυκατοικία. Εμείς ούτε που πήραμε χαμπάρι και φυσικά μετά εγώ φοβόμουν πως ήταν κακός οιωνός, αλλά τελικά εκείνο το σπίτι ήταν το αγαπημένο μου κι ας έκανε μαύρο ψόφο κι ας έπρεπε κάθε φορά που έβγαινες από ένα δωμάτιο να κλείνεις αμέσως την πόρτα για να μη φύγει η ζέστη, λες κι ήσουν σ’ αυτή την ταινία «Οι άλλοι», τη θυμάστε; Που έπρεπε να κλείνεις τις πόρτες για να μη μπει το φως και πεθάνουν τα βρικολακάκια παιδάκια;
Μετά από εκείνο το σπίτι, μετακόμισα σε ένα άλλο τεράστιο και τη μέρα της μετακόμισης, ο Γιάννης ορκιζόταν φαντάρος κάπου στας Σέρρας, οπότε το πρωί πήγα στην ορκωμοσία και το μεσημέρι γυρίσαμε στη Θεσσαλονίκη και μετακομίσαμε, πως τα κάναμε αυτά τα πράγματα, δεν ξέρω. Σε μια άλλη μετακόμιση, ξεχάσαμε την τηλεόραση στο πεζοδρόμιο και τη θυμηθήκαμε μετά από 3 ώρες. Φυσικά, η τηλεόραση είχε κάνει φτερά κι εγώ αγόρασα καινούργια, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Επίσης, στην τελευταία μετακόμιση που κάναμε στη Θεσσαλονίκη, τελευταία στιγμή βρήκα το ανοιχτήρι και το έριξα στην τσάντα μου, αλλά μετά έμεινε εκεί ξεχασμένο. Την επόμενη μέρα, όμως, εγώ πετούσα για Κέρκυρα, με το ανοιχτήρι-πολυεργαλείο-ελβετικό σουγιά στην τσάντα, οπότε, όπως φαντάζεστε, στο τσεκ ιν, παραλίγο να με μπουζουριάσουνε.
Τέλοσπαντων, στο τώρα, εγώ από τη μετακόμιση της Βίβιαν απεκόμισα μια λάμπα, έναν καναπέ, ένα κομοδίνο και ένα σαλονάκι ταράτσας, διότι, όπως σοφά έχει πει η Δώρα, πάντα να βρίσκεσαι εκεί που η φίλη σου πετάει πράγματα. Βέβαια, τώρα που τα γράφω και τα ξανασκέφτομαι όλα, στενοχωριέμαι που φεύγει η Βίβιαν από το νησί (δεδομένου ότι πριν από κάνα μήνα, έφυγε κι άλλη μια φιλενάδα μου από το νησί, πώς να το εκλάβουμε τώρα αυτό; Μήπως πως όλοι φεύγουν από αυτό το νησί;) και στενοχωρήθηκα που θυμήθηκα κι όλες αυτές τις μετακομίσεις και τα σπίτια μου στη Θεσσαλονίκη κι όλα τα συμπαρομαρτούντα και στενοχωρήθηκα ακόμα περισσότερο που σκέφτηκα ότι κάποτε θα έρθει κι η ώρα της δικής μου μετακόμισης κι ότι όσες μετακομίσεις και να κάνεις, ποτέ δε συνηθίζεις, πάντα αφήνεις κάτι πίσω κι όταν τελειώσουν αυτά που έχεις να αφήσεις πίσω, τι κάνεις;
Θα πάω να φάω μερικά πτι μπερ ακόμα, μου φαίνεται.