Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Ο τελευταίος χορός vol. 2

Και σιγά που θα περίμενα εγώ μέχρι την άλλη εβδομάδα, αφήστε που ως τότε θα έχουν γίνει πολλά και θα πρέπει να γράψω κι άλλο άρθρο…
Που είχαμε μείνει; Α, ναι.
Μετά από τον ομηρικό καυγά, κι επειδή είχαμε γίνει ρεντίκολο τση κοινωνίας στην πόλη, προσπεράσαμε κάτι εκκλησιές που έχει η Καστοριά με αξιοπρέπεια αντάξια βυζαντινού αυτοκράτορα και πήγαμε στις Πρέσπες, τη Μικρή και τη Μεγάλη.
Το τοπίο εκεί είναι πραγματικά απερίγραπτο, δεν υπάρχουν λόγια να μεταφέρω την ατμόσφαιρα και την ομορφιά της φύσης, την απεραντοσύνη του ουρανού, τα χρώματα της λίμνης και το απόκοσμο του μικρού νησιού στη μέση, του Αγίου Αχιλλείου. Έπεφτε κι ένα μελαγχολικό ψιλόβροχο, ήτανε σαν παραμύθι και τα καλάμια έπνιγαν τις φωνές μας, μεταφερθήκαμε για λίγο σε έναν άλλο κόσμο και ηρεμήσανε τα πνεύματά μας. Εξαιρετικά γοητευτική περιοχή και η πιο ωραία εποχή της, να πάτε οπωσδήποτε.
Στη συνέχεια, κατευθυνθήκαμε στο Βόλο, μια μικρή Θεσσαλονίκη. Εκεί, συνέβη το εξής μοναδικό: για πρώτη φορά στα χρονικά της Σχολής Ξεναγών, σε μάθημα που γινόταν στον αρχαιολογικό χώρο του Διμηνίου (έτερος προϊστορικός οικισμός, βρωμάει ο τόπος από δαύτους στη Θεσσαλία), παρακολουθούσαν όλοι, μα όλοι ανεξαιρέτως κι ούτε ένας δεν είχε κόψει πέρα, ούτε ένα φλας δεν άστραψε, ούτε μισό κινητό δε χτύπησε. Διότι η Προϊστορική Αρχαιολογία κρέμεται από πάνω μας σαν δαμόκλεια σπάθη κι έπρεπε στο Διμήνι και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου να μάθουμε όσα δεν έχουμε μάθει ως τώρα, πράγμα, όπως φαντάζεστε, αδύνατον. Επίσης, στο Βόλο, συνέχισαν όλοι να διαβάζουν μανιωδώς, όλοι πλην εμού, μεγάλη περιέργεια έχω πως θα τις περάσω αυτές τις εξετάσεις.
Μετά από αυτό το καταπληκτικό μάθημα της Προϊστορικής, πήγαμε μια βόλτα στο Πήλιο. Ήταν μια όμορφη μέρα, Κυριακή με λιακάδα, κι ήσουν με τους φίλους σου σ’ ένα ωραίο μέρος και πήγαινες για φαγητό κι είναι κάτι τέτοιες στιγμές που δεν το καταλαβαίνεις, αλλά σε κάνουν ευτυχισμένο και μετά μένουν εκεί κι ας τις έχεις ξεχάσει, αυτές οι στιγμές είναι εκεί, σαν χάντρες στο αγαπημένο σου κολιέ.
Στο Πήλιο, μολονότι εγώ φοβόμουν ότι θα συναντήσουμε κάναν Κένταυρο και θα μας κλέψει έτσι όμορφες που είμαστε, ξεκινήσαμε η Ελένη, η Μαριλένα, η Βίβιαν κι εγώ να πάμε με τα πόδια από την Πορταριά ως τη Μακρυνίτσα (καλά μη φανταστείτε καμιά τρελή απόσταση, κάνα-δυο χιλιόμετρα είναι) και περπατούσαμε μέσα στις πρασινάδες, αγναντεύαμε τη θέα και το Βόλο που απλωνόταν στα πόδια μας και βγάζαμε φωτογραφίες. Ευτυχώς, φτάσαμε γρήγορα στη Μακρυνίτσα και στο φαγητό δίχως να συναντήσουμε Κένταυρο, αν κι εγώ είμαι σίγουρη ότι κάπου πήρε το μάτι μου έναν να μας κρυφοκοιτάζει.
Τελευταίος προορισμός, τα Μετέωρα, όπου για να πάμε, μείναμε στην Καλαμπάκα (κι ήπια του πόνου το ποτό με την τσανάκα), μια κοσμοπολίτικη και ζωντανή πόλη…
Το καλύτερο, όμως, στην Καλαμπάκα ήταν το ξενοδοχείο μας, αντάξιο μελλοντικών ξεναγών: λες και μπήκα σε ναό, η διακόσμηση αποτελούνταν από τρίγλυφα, μετόπες, αγάλματα αρχαίων θεών, αγγεία ερυθρόμορφου ρυθμού, αετώματα στην είσοδο και όλα αυτά σε κομψούς τόνους χρυσού, ροζ και κίτρινου. Έκανες να μπεις στο ασανσέρ κι έβλεπες δίπλα σου έναν Σάτυρο γύψινο και χρυσό να σε κυνηγάει. Κατέβαινες για πρωινό και σε καλημέριζε μια Άπτερος Νίκη με ροζ φτερά. Έβγαινες στο μπαλκόνι και σου έβγαζε το μάτι το αέτωμα με τον Δία. Η επιτομή του στιλ. Αφού, μπαίνοντας στο δωμάτιο περίμενα τουλάχιστον δυο κούρους στο μπάνιο και μια Καρυάτιδα αντί για κομοδίνο, τίποτε τέτοιο όμως δε βρήκα, απάτη το λόμπι, για τα μάτια του κόσμου.
Και μετά από όλα αυτά, πήγαμε στα Μετέωρα, όπου μετέωροι σταθήκαμε και με κομμένη την ανάσα μπροστά στα θαύματα της φύσης. Εκείνοι οι θεόρατοι βράχοι, βγαλμένοι από κάποιον προκατακλυσμιαίο βυθό, ξαφνικά ξεπροβάλλουν μπροστά σου και φτιάχνουν ένα τοπίο ανεπανάληπτο και στη μέση στέκεις εσύ, ανήμπορος και τόσο μικρούλης ανθρωπάκος.
Και εκεί, σ’ αυτόν τον εντυπωσιακό τόπο, χάλασε η φωτογραφική του γράφοντος γκαντεμόσαυρου, είναι δυνατόν; Κι έτσι δεν μπόρεσα να απαθανατίσω τις εξαιρετικές τοιχογραφίες των μοναστηριών που σκαρφάλωσαν στις κορυφές των βράχων και να γίνω κι εγώ μια ειδική και καταπληκτική μετεωρολόγος σαν όλους αυτούς που κυκλοφορούν εκεί έξω… Είχα, όμως, το τεφτέρι μου και έγραψα τα πάντα, αλήθεια σας λέω, όχι σαν τη Βίβιαν που έγραφε συνταγές. Μετρήσαμε όλα τα μοναστήρια, συγκρίναμε τεχνοτροπίες αγιογράφων , την κρητική σχολή και την παλαιολόγεια τέχνη, φάγαμε ίσαμε με ένα κιλό λουκούμια έκαστος, χαϊδέψαμε όλες τις γάτες που συναντήσαμε και τρομάξαμε τους μοναχούς με τις αγριοφωνάρες μας και μετά πήραμε το δρόμο του γυρισμού.
Κι έτσι έφτασε στο τέλος κι αυτό το ταξίδι, το οποίο, βέβαια, παραλίγο να μη φτάσει καθώς την επιστροφή μας απειλούσαν διάφοροι δαίμονες: απεργίες, άνεμοι, σεισμοί, λιμοί και καταποντισμοί. Η Σοφία κόντεψε να μείνει στον τόπο από το άγχος, μέσα στην άγια ατμόσφαιρα της ιεράς μονής Βαρλαάμ γύριζε και τρομοκρατούσε τους ανθρώπους, «εσύ άκουσες για τη 48ωρη απεργία στα πλοία;» άκουγες ξαφνικά δίπλα στο αυτί σου και νόμιζες ότι κατέβηκε άγγελος Κυρίου να εξαγγείλει την απεργία.
Ευτυχώς, οι απεργοί το μετάνιωσαν κι οι άνεμοι κόπασαν για να γυρίσουμε εμείς σώοι στο νησί και να αποχαιρετήσουμε την Αλεξάνδρεια που χάνουμε: τις ατελείωτες και υπέροχες εκδρομές. Θα ξαναπάμε ταξίδια, σίγουρα, αλλά κανένα δεν θα είναι σαν αυτά.
Κανένα ταξίδι, άλλωστε, δεν είναι σαν το προηγούμενο κι αυτό είναι το ωραίο, ε;

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Ο τελευταίος χορός vol. 1

Κυριακή πρωί, εννοείται, πλην μια δύσκολη ώρα, δηλαδή στις 7.30 το χάραμα, κάθομαι και γράφω, όχι επειδή έμπλεξα κι εγώ με το Imperia και μπήκα να πουλήσω ξυλεία, όχι, δεν έχω πέσει ακόμα σ’ αυτή την κατάντια, αλλά επειδή σε μισή ώρα θα κοπεί το ρεύμα και δεν θα έχω υπολογιστή ούτε ίντερνετ κι επίσης επειδή έχω τρελό διάβασμα, διότι σε 3 μέρες ξεκινά η τελευταία (ελπίζω) εξεταστική της περίφημης Σχολής Ξεναγών και της ζωής μου (ξαναελπίζω).
Πριν όμως αφοσιωθώ για πολλοστή φορά στην Ιστορία της Τέχνης και τη Νεότερη Ελληνική Ιστορία (α, μην τ’ ακούτε έτσι, είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα θέματα), θα σας περιγράψω την τελευταία μας εκδρομή.
Τελεσίδικο, ε; Η τελευταία εκδρομή: όχι πια βαλίτσες ούτε ξυπνητήρια ούτε τι ώρα θα κατεβούμε για πρωινό, όχι πια photo shootings στα διάφορα ειδυλλιακά σημεία. Τελείωσαν οι πρωινές βόλτες στους αρχαιολογικούς χώρους, ο Δημήτρης δεν θα ξαναδιαβάσει για να μας κάνει μάθημα. Ούτε θα ξαναπεταχτούμε με τη σούστα μας από το λεωφορείο για να πιάσουμε θέση στα τραπέζια του μεσημεριανού, δε θα ξαναγκρινιάξουμε για τις μπριζόλες. Όχι πια καινούργια ξενοδοχεία (τα έχουμε δει όλα έτσι κι αλλιώς) και δεν θα ξανατρέξουμε σαν πενταήμερη να δούμε το δωμάτιο της Σοφίας και της Μαριλένας, που έτσι κι αλλιώς, βέβαια, ήταν πάντα καλύτερο από το δικό μας, δεν ξέρω γιατί. Όχι πια ηχογραφιστήρια ούτε θα ξαναψάξουμε φυλλάδια των μουσείων ούτε θα ξαναπαρακαλέσουμε να μας ανοίξουν το χώρο. Δεν ξέρω αν θα ξαναγελάσουμε έτσι ποτέ στη ζωή μας και δεν ξέρω αν έχουμε περάσει ποτέ τόσο ωραία. Η τελευταία εκδρομή.
Κι επειδή τώρα, είμαι σίγουρη, η Ειρήνη έχει βάλει τα κλάματα κι η Ελένη το ίδιο (ορίστε, σας το φύλαγα για το άρθρο), ας ελαφρώσουμε λίγο τη φορτισμένη συναισθηματικά ατμόσφαιρα (σας έχω πει πόσο τρελαίνομαι για κλισεδάκια, έτσι;).
Ξεκινήσαμε από την Καστοριά, με τις γνωστές πια στάσεις ανά μισάωρο. Το θέμα με αυτές τις στάσεις, εκτός από τη μαθηματική εξίσωση καφές = τουαλέτα-στα-επόμενα-10-λεπτά-άρα-κι-άλλη-στάση, είναι ότι μαζί με τον καφέ περιλαμβάνουν και κρουασάν: η Μαριλένα κι εγώ θα κατεβάσαμε ίσαμε με μια κούτα Molto σ’ αυτή την εκδρομή, τι μας είχε πιάσει δεν ξέρω, και δεν θέλω ν’ ακούσω βλακείες περί της σχέσης που έχει η σοκολάτα με την έλλειψη σεξ.
Εν πάση περιπτώσει, αφού μαζέψαμε από την Ηγουμενίτσα τους αγαπημένους μας καθηγητές, για τους οποίους δεν σας έχω μιλήσει κι ούτε πρόκειται, μέχρι να σιγουρευτώ ότι πέρασα τα μαθήματά τους (μετά θα γίνει χαμός), και φυσικά φάγαμε την απαραίτητη τυρόπιτα, πήραμε το δρόμο για την Καστοριά και πριν φτάσουμε, σταματήσαμε στο Δισπηλιό.
Έχετε ακούσει για το Δισπηλιό; Νεολιθικός οικισμός, σου λέει, αν δεν κάνω λάθος (είπαμε, έχω θέμα με τις χρονολογήσεις), και παραλίμνιος, με τα σπιτάκια του δηλαδή χτισμένα πάνω σε πασσάλους μέσα στη λίμνη της Καστοριάς. Φυσικά, τα σπιτάκια δεν έχουν σωθεί, παρά τα έχουν πιστότατα αναπαραστήσει αυτοί οι εξαιρετικοί επιστήμονες και άνθρωποι, οι αρχαιολόγοι. Πάρα πολύ εντυπωσιακό, όμως, να βλέπεις το καλυβάκι πάνω στην εξέδρα που το προφύλασσε από την υγρασία της λίμνης και γεμάτο με τα σύνεργα του νεολιθικού ψαρά και της νεολιθικής νοικοκυράς κι η βαρκούλα δεμένη έξω από την πόρτα. Είχε, έξω από τα σπιτάκια, και κάτι προβολείς, εντελώς νεολιθικούς, προφανώς για να βλέπουν τα βράδια οι ψαράδες να νετάρουν τα δίχτυα τους.
Αφού βγάλαμε κι εκεί φωτογραφίες, φτάσαμε στην Καστοριά με την όμορφη λίμνη της. Μα τι ωραία λίμνη! Ανοιχτή, σαν καθρέφτης ήσυχη, με την απαραίτητη ομίχλη να κάνει το τοπίο λίγο τολκινικό, με παπάκια, κύκνους, σταχτοτσικνιάδες (παραδέχεστε;) και διάφορα άλλα πουλιά, βάρκες, τα βουνά από πάνω, τα σύννεφα να αντανακλώνται, ένα θαύμα, σας λέω. Εκεί στην Καστοριά, μέναμε σε ένα ξενοδοχείο, το οποίο, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ξενοδοχεία που έχουμε μείνει, όχι μόνο δεν είχε κατσαρίδες, αλλά ήταν και πολυτελέστατο, με ωραία μεγάλα δωμάτια και υπερσύγχρονα κυριλέ μπάνια, στα οποία είχε επιτέλους τζαμαρίες στο ντους κι έτσι γλίτωσαν οι παντόφλες μας από βέβαιο πνιγμό.
Βέβαια, εμείς, ως γνήσιοι μαθητευόμενοι ξεναγοί, αφήσαμε και εκεί το μύθο κι ευθύς αμέσως θα σας εξηγήσω το γιατί. Προσέξτε: μετά από αυτή την εκδρομή ξεκινάει η εξεταστική μας, όπως σας εξέθεσα ανωτέρω. Ως εκ τούτου, όλοι ήρθαν εφοδιασμένοι με βιβλία αντί για τις εικονίτσες τ’ αγιού (αν και νομίζω ότι περισσότερο θα μας βοηθήσει ο άγιος, παρά τα βιβλία) κι έτοιμοι για διάβασμα. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να κάνουμε ένα study group, διότι πολλοί άσχετοι μαζί μπορεί και να βγάλουν κάτι. Και έβγαλαν: ο ένας το μάτι του αλλουνού. Ένα ωραίο απόγευμα στο study group μια διαφωνία μεταξύ κυριών κατέληξε σε καυγά ολκής, όπου ακουστήκαμε σε όλη την Καστοριά, ειδικά μια συμμαθήτρια κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό, η φλέβα είχε πεταχτεί μέχρι απέναντι. Να φανταστείτε, ο γκρουμ του ξενοδοχείου ερχόταν με τα Λεξοτανίλ στο δίσκο, πλην ματαίως, διότι οι κραυγές εσυνεχίζοντο, εγώ, όπως φαντάζεστε, ήθελα να γελάσω, αλλά δεν μπορούσα γιατί θα με μάλωναν, η Βίβιαν από απέναντι με κοιτούσε επίτηδες για να με κάνει να γελάσω, μέχρι κι η Μαριλένα μίλησε, που δε μιλάει ποτέ.
Κι όλα αυτά, αγαπητοί μου, όλο το μίσος κι ο αλληλοσπαραγμός, για την Προϊστορική Αρχαιολογία, που να το ήξερε ο έρμος Σλήμαν κι ο άλλος έρμος, ο Έβανς, ότι θα ξεσήκωναν τέτοια θύελλα. Τέλοσπαντων, οι διπλωματικές σχέσεις δεν αποκαταστάθηκαν, αλλά απεφεύχθη το εγκεφαλικό επεισόδιο με εκούσια αποχώρηση του υποψηφίου και το study group συνέχισε τις εργασίες του. Παρεμπιπτόντως, μήπως ξέρει κανείς από τους ευγενείς αναγνώστες μου πότε και που εντοπίζονται τα πρώτα δείγματα γραφής στον ελλαδικό χώρο; Είναι το πιο φλέγον ερώτημα της εποχής.
Εδώ, όμως, και για να δημιουργήσω και το σχετικό σασπένς, θα σας αφήσω πρώτον γιατί το άρθρο βγαίνει τερατώδες κι έχω άλλα τόσα να γράψω και θα τα γράψω στο επόμενο και δεύτερον για να συνεχίσω το πυρετώδες διάβασμά μου και θα τα πούμε νεξτ γουίκ.

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Συνάνθρωποι ή απάνθρωποι;

Όταν ξεκίνησα αυτό το παραληρηματικό μπλογκ (βαρέθηκα ν’ αλλάζω απ’ τα ελληνικά στ’ αγγλικά, συγχωρήστε μου αυτές τις ηλίθιες λέξεις), είχα πει ότι γενικά δεν θα ασχολιόμουν με το σχολιασμό της επικαιρότητας.
Πρώτον, διότι το λέω και στον τίτλο: ό,τι και να συμβεί η ζωή συνεχίζεται πάντα και πάντα μου προκαλεί μεγάλη απορία. Και δεύτερον, εγώ, ως γνήσιος καραγκιόζης, αυτό που θέλω να κάνω είναι να σκάτε κάνα χαμόγελο κι όχι να χολοσκάτε με όλα αυτά που, εντάξει, τα ξέρετε, τα στραβά του κόσμου, δεν περιμένετε εμένα να σας τα πω.
Τώρα, όμως, θα κάνω μια εξαίρεση, η οποία απλώς θα επιβεβαιώσει τον κανόνα, βεβαίως βεβαίως, και μετά θα φύγω και θα συνεχίσω να αιθεροβατώ σ’ αυτόν το θαυμάσιο κόσμο που ζω, όπου όλα θα πάνε καλά στο τέλος. Θα συνεχίσω να είμαι συνειδητά και από προσωπική μου επιλογή αφελής και αισιόδοξη-παρεμπιπτόντως, είναι η ιδέα μου ή το έχετε παρατηρήσει κι εσείς: το αισιόδοξος έχει καταντήσει βρισιά;
Όλα αυτά, όμως, μετά την εξαίρεση, η οποία είναι οι εκλογές. Ε, λύσσιαξαν πια, να γίνουν εκλογές και να γίνουν εκλογές, ορίστε, έγιναν οι εκλογές και τι κατάλαβαν; Έχω καμιά δυο βδομάδες που ακούω για το μήνυμα των εκλογών, αυτό είναι το μήνυμα των εκλογών, το άλλο είναι το μήνυμα των εκλογών, σιχάθηκα!
Μην ψάχνετε, παιδιά, κανένα μήνυμα δεν υπάρχει, σιγά ποιος θα ασχολιόταν να στείλει μήνυμα, πήγανε όλοι εκδρομές και καφέδες. Το μόνο μήνυμα που εστάλη ήταν αυτό με την ώρα και την καφετέρια συνάντησης που αντάλλαξαν φίλοι, γκόμενοι, παρέες, κλπ.
Τέλοσπαντων, εκτός από το μήνυμα, το θέμα με τις εκλογές είναι πως ξυπνούν μέσα στο μέσο Έλληνα το ζώο. Το ζώο της επανάστασης και της αντίδρασης: όλοι έξαφνα μουντζώνουν, βρίζουν και καταριούνται, απειλούν, απαξιώνουν και εκμηδενίζουν. Και παντού ακούς πόσο άχρηστοι είναι όλοι οι πολιτικοί και πόσο σάπιο το σύστημα και πόσο όλοι τα παίρνουν και για τη διαφθορά, τον εύκολο πλουτισμό, την υποκρισία-α, και τα κροκοδείλια δάκρυα, μην ξεχάσω τα κροκοδείλια δάκρυα. Έλα, Παναγία μου, σκιάομαι, που λένε κι οι Κερκυραίοι.
Κι είναι όλοι έτοιμοι να «τα βάλουν φωτιά», να τα γκρεμίσουν όλα, να βουλιάξουν ωσάν την Ατλαντίδα, διότι μόνο έτσι θα αναγεννηθούμε. Ναι, ναι, μ’ αυτό το πλευρό να κοιμόμαστε, της επανάστασης και της φωτιάς. Όπως είπα και σε έναν φίλο μου προχτές, που ήθελε να πάρει δυο μπιτόνια πετρέλαιο και να κάψει όλα τα αυτοκίνητα στην πλατεία, δεν τα παίρνεις καλύτερα τα μπιτόνια το πετρέλαιο να τα δώσεις σε κάναν άνθρωπο να ζεσταθεί, παιδάκι μου;
Διότι μόνο αυτό το μήνυμα μπορούμε να στείλουμε, αν θέλουμε: ότι δεν είμαστε απάνθρωποι, αλλά συνάνθρωποι. Η μεγαλύτερη επανάσταση, η πιο δύσκολη κι η πιο ανατρεπτική είναι αυτή, αγαπητοί μου, να είσαι με τον άλλον μαζί, να μπορείς να συσπειρωθείς, να συνεννοηθείς, να συνεργαστείς και εν τέλει να δημιουργήσεις, να επιδιορθώσεις και να προχωρήσεις. Μαζί, όμως, μαζί.
Νομίζω ότι οι κυβερνώντες, οι πολιτικοί, οι δεν ξέρω πώς να τους πω, θα τρόμαζαν πολύ ή, ακόμα καλύτερα, θα σκέφτονταν λίγο, αν έβλεπαν τους ανθρώπους, στο πείσμα των καιρών, που προστάζουν απομόνωση, καχυποψία και κλειδωμένες πόρτες, να ανοίγουν τις πόρτες τους και να βοηθάνε ο ένας τον άλλον.
Σε περίπτωση που δεν έχετε διαβάσει το «Περί φωτίσεως» του Ζοζέ Σαραμάγκου, σπεύστε και θα εννοήσετε τι εννοώ. Τι γίνεται σ’ αυτό το βιβλίο; Εκλογές. Πλην όμως, το λευκό ξεπερνά το 80% (δελεαστικό; Αν ήμουν στο Υπουργείο Παιδείας, το βιβλίο αυτό θα ήταν στο πρόγραμμα διδακτέας ύλης). Οπότε, υπάρχει ένα ξεκάθαρο μήνυμα: δεν θέλουμε κανέναν. Τρελαίνονται όλοι οι κρατούντες και ψάχνουν να βρουν τον υποκινητή της τρομοκρατικής ενέργειας. Οι άνθρωποι όμως ελάχιστη σημασία τους δίνουν και αναδιοργανώνουν τη ζωή τους και ανακαλύπτουν από την αρχή την αλληλεγγύη και την προσωπική ευθύνη στην κοινωνία.
Αλήθεια, διαβάστε το βιβλίο. Είναι τουλάχιστον διαφωτιστικό.
Εγώ αυτά είχα να πω για την επικαιρότητα και τις εκλογές. Τώρα θα πάρω πάλι των ομματιών μου και θα ξενιτευτώ κι όταν γυρίσω, θα σας πω πως περάσαμε για να γελάσετε και πάλι, αφήστε που αυτή είναι η τελευταία εκδρομή κι όταν γυρίσουμε εγώ θα έχω κατάθλιψη και θα πρέπει να την αντιμετωπίσω.
Με τέτοια που ‘χω ψυχολογία, πως θα βγω στη συναυλία;

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Imperia ή πως να χωρίσετε σε 10 μέρες

Εσείς το ξέρετε το Imperia; Όχι; Α, δεν ξέρετε τι χάνετε, θα σας πω εγώ τι είναι το Imperia: είναι ένα διαδικτυακό μεσαιωνικό πολεμικό κολοπαίχνιδο, το οποίο παίζεται σε σχεδόν πραγματικό χρόνο. Διαδικτυακό σημαίνει ότι δεν παίζεις μόνος σου, παρά παρέα με άλλους βλαμμένους από όλον τον κόσμο, μεσαιωνικό σημαίνει ότι οι στρατιώτες φοράνε διχτυωτά (οι ήρωες με τα καλσόν), πολεμικό σημαίνει ότι έχεις το στρατό σου και τον στέλνεις να επιτεθεί σε άλλους στρατούς, όπως έκανες όταν ήσουν 5 χρονών κι έπαιζες με τα μολυβένια στρατιωτάκια, και κολοπαίχνιδο σημαίνει ότι μπορείς να καταστρέψεις την καριέρα σου, τη σχέση σου κι εν τέλει τη ζωή σου παίζοντας Imperia. Επίσης, σε σχεδόν πραγματικό χρόνο σημαίνει ότι ο στρατός σου κάνει να πάει και να έρθει από την επίθεση όσο και αν όντως μετακινούνταν με μουλάρια και άλλα υποζύγια.
Κι εντάξει όλα αυτά με το Imperia, δε θα με ένοιαζε, να σας πω την αλήθεια, και πάρα πολύ, αν δε με επηρέαζε προσωπικώς. Και με επηρεάζει, φίλοι μου, με επηρεάζει. Διότι Imperia παίζει ο καλός μου μανιωδώς, ολημερίς κι ολονυχτίς είναι δικτυωμένος και στέλνει τους στρατούς του να επιτεθούν, περιμένει να γυρίσουν, αποκρούει άλλες επιθέσεις, φτιάχνει συμμαχίες, χτίζει πανεπιστήμια γιατί δίνουν, λέει, πολλά λεφτά (απ’ αυτό και μόνο καταλαβαίνεις πόσο χαζό είναι αυτό το παιχνίδι, που ακούστηκε τα πανεπιστήμια να δίνουν λεφτά, μόνο παίρνουν, ποτέ δεν δίνουν), αγοράζει ξυλεία και πουλάει σίδερα (σαν τους γύφτους με τα ντάτσουν που γυρνάνε στις γειτονιές και πουλάνε παλιοσίδερα), όλη τη μέρα, όμως, χωρίς υπερβολή.
Κι όταν είμαστε έξω, δε βλέπει την ώρα να γυρίσει να δει τους στρατούς του και πάνω από μία φορά έχει φύγει εξεπιτούτου από το έξω για να πάει στο κοντινό ίντερνετ καφέ να δει τι γίνεται. Και ξυπνάει στις 8 το πρωί κυριακάτικα για να αγοράσει ξυλεία που είναι φτηνή αυτή την ώρα. Άσε που χτυπάνε τα τηλέφωνα μες στη νύχτα κι εκεί που είμαι πεπεισμένη ότι έχει βρει άλλη κι είμαι έτοιμη να τον διώξω, ακούω που μιλάει στο Μήτσο, ποιά είναι η Μήτσος, του λέω, ο αρχηγός της συμμαχίας, μου απαντάει, και με πήρε να μου πει ότι μας την έπεσαν μπαμπέσικα, κοιμήσου εσύ, μωρό μου, εγώ θα μπω λίγο να δω τι γίνεται. Και ξυπνάω το πρωί κι είναι εκεί, μπροστά στην οθόνη. Ο Μήτσος, του λέω, δεν έχει άλλη δουλειά; Έχει, είναι, λέει, 42 χρονών κι έχει γυναίκα και 2 παιδιά κι είναι ιδιοκτήτης της δικής του επιχείρησης, αμ δε θα την έχει για πολύ καιρό ούτε την επιχείρηση ούτε τη γυναίκα αν συνεχίσει έτσι.
Επίσης, στο κολοπαίχνιδο υπάρχει κι ένα υποτυπώδες χρηματιστήριο, όπου όταν ανεβαίνει η ξυλεία, πέφτει το σίδερο κι όταν έχεις να πουλήσεις τα κρατάς κρυφά για να χτυπήσεις καλή τιμή, δεν έχω καταλάβει ακριβώς πως γίνεται, το θέμα είναι ότι ο Γιάννης έχει φτιάξει σελίδες επί σελίδων στο Excel για να κανονίζει το οικονομικά του Imperia, στο θεό σας, και στο πορτοφόλι του δεν ξέρει τι έχει. Μη σας πω και το άλλο, έχει ήδη κανονίσει με ποιόν θα κάνει συμμαχία και πως θα διαμορφώσει τη στρατηγική του τον επόμενο χρόνο στο Imperia κι είμαι σίγουρη ότι ξέρει την πορεία του σε βάθος 2 ετών τουλάχιστον κι όταν του πεις να σκεφτεί για τη σχέση μας, δεν μπορεί να δεσμευτεί, αγχώνεται, λέει, δεν μπορεί να κάνει σχέδια, πόσο λογικό είναι αυτό;
Και το κορυφαίο; Επειδή για να κερδίσεις στο Imperia πρέπει να κάνεις συντονισμένες επιθέσεις, έχει φτιάξει ένα λογαριασμό στο όνομά μου και παίζει και μ’ αυτόν. Οπότε τι έκανε ο αθεόφοβος; Βρήκε ένα πρόγραμμα με το οποίο μπορείς να μπεις στον υπολογιστή του άλλου και από μακριά να δουλεύεις κι απ’ αυτόν κι απ’ τον δικό σου. Και θέλει να το κάνει έτσι, διότι δεν επιτρέπεται να έχεις δύο λογαριασμούς ανοιχτούς στον ίδιο υπολογιστή ταυτόχρονα. Αυτό όμως για να γίνει θέλει, φυσικά, και τη συγκατάθεση του άλλου. Εγώ, όμως, αρνούμαι και προσπαθεί να με πείσει με διάφορες γαλιφιές, αλλά δε μασάω.
Ο καμένος. Το τρομακτικό είναι πως δεν είναι ο μόνος. Υπάρχουν πολλοί εκεί έξω, ζουν ανάμεσά μας, κι είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν και πολλές ομοιοπαθούσες, ένας, λέει, πήρε διαζύγιο εξαιτίας του Imperia, θέλετε να μαζευτούμε όλες και να κάνουμε απεργία ξέρετε από τι μέχρι να σταματήσουν να παίζουν Imperia; Το κάνανε και στην αρχαία Αθήνα κι έπιασε…
Εγώ πάντως θα τον βρω αυτόν που το έφτιαξε το Imperia. Και θα τον βάλω να παίζει ασταμάτητα τα παιχνίδια με τους συνδυασμούς ρούχων και το σχέδιο μόδας που παίζει η Ρενάτα, μέχρι να παραδοθεί και να δεχτεί να καταστρέψει τους κωδικούς για το Imperia και να μη μείνει ίχνος από αυτό το πράγμα στην κυβερνομνήμη και στην ιστορία του Διαδικτύου.

Το πιο μακρύ ταξίδι μου

Δεν καταλαβαίνω, αγαπημένοι μου φίλοι, γιατί πρέπει το φθινόπωρο να κάνουμε νέες αρχές και να φτιάχνουμε προγράμματα και να μπαίνουμε σε σειρά. Εγώ, το φθινόπωρο, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να κοιμάμαι χωμένη κάτω από το πάπλωμα και να πίνω σοκολάτες: καμία διάθεση δεν έχω για νέο πρόγραμμα και σειρά. Και τώρα, αφού είπα το παράπονό μου, που ξέρω ότι το συμμερίζεστε όλοι, και πριν η αδελφή μου με πει γκρινιάρα, ο Θανάσης αρνητική, η μαμά μου «αχ, κορίτσι μου» κι ο Γιάννης αρχίσει τα σεξουαλικά υπονοούμενα για το πάπλωμα, θα σας περιγράψω τη φοβερή εκδρομή μας στη Μακεδονία.
Πράγμα το οποίο θα κάνω με πόνο ψυχής, διότι υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να είναι η τελευταία μας, εκτός αν βρεθεί κάποιος χορηγός για την ταλαίπωρη Σχολή Ξεναγών της Κέρκυρας, αλλιώτικα μας βλέπω να κοιμόμαστε με σλίπινγκ μπαγκ στα πάρκα των διαφόρων πόλεων (και γκρινιάζαμε για τις κατσαρίδες στα ξενοδοχεία, αλλά, βέβαια, έτσι είναι, μόνο άμα χάσεις κάτι το εκτιμάς, γιατί, τι είχανε οι κατσαρίδες; Σου κρατάνε και συντροφιά.).
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, από την Καβάλα, τη γενέτειρα του αγαπημένου μας συμφοιτητή Τάσου. Έχει πλάκα όταν πάμε στις διάφορες γενέτειρες των διαφόρων συμφοιτητών, διότι, μολονότι κανείς δεν θέλει να το παραδεχτεί, είναι όλοι περήφανοι για τον τόπο τους: δείχνουν από ‘δω, περιγράφουν από ‘κει, το σχολείο, το φροντιστήριο, το παγκάκι του ραντεβού, το περίπτερο που αγόραζα νερό κι άλλα τέτοια, για να κάνουμε, λέει, βιωματική την ξενάγηση, η καινούργια αγαπημένη μας φράση, η βιωματική ξενάγηση, τρομάρα μας!
Η Καβάλα, που λέτε, είναι μια από τις όμορφες επαρχιακές ελληνικές πόλεις, με μια αξιοπρεπή πλακόστρωτη ανηφόρα (διότι, στην ελληνική επαρχία δεν στέκεσαι ως πόλη αν δεν έχεις την προαναφερθείσα ανηφόρα) και ένα υπερσύγχρονο νοσοκομείο, το οποίο γνωρίσαμε αρκούντως, καθώς κάμποσοι μαθητευόμενοι ξεναγοί επάθανε γαστρεντερίτιδα, τα συμπτώματα της οποίας, φαντάζομαι, τα έχετε υπόψη σας, κι αν όχι, καλύτερα.
Ως εκ τούτου, πηγαινοερχόμασταν στο νοσοκομείο και όλα ήταν μια υπερπαραγωγή: αφυδατώσεις, οροί, Zadac (κι εγώ τώρα τα έμαθα, είναι κάτι χάπια για το στομάχι), μια μανιταρόσουπα η οποία συνέβαλλε τα μάλα στην επιδείνωση, λαπάδες και χαμομήλια, η Ελένη να νομίζει ότι έχει πάθει τουλάχιστον έλκος δωδεκαδάκτυλου, αφήστε.
Έμαθα όλα τα γιατροσόφια για τον ακατάσχετο εμετό και μέσα σε όλα πεταχτήκαμε κι ως τη Θάσο, να δούμε κι εκείνο το νησί, όπου περπατήσαμε χιλιόμετρα η Βίβιαν, εγώ κι η Μαριλένα και μετά η Μαριλένα κουράστηκε και ήθελε να ανέβει στα αυτοκινητάκια αυτά που έχουν τα περίπτερα και κουνιούνται πέρα δώθε, για τα παιδάκια, τα ξέρετε; Ε, ανέβηκε, κι ας διπλώθηκε στα τέσσερα (είναι και πανύψηλη) και υποχρέωσε τον περιπτερά να τα βάλει μπροστά και για άλλη μια φορά αφήσαμε το μύθο και γίναμε θέαμα.
Επίσης, με βάση την Καβάλα και καβάλα στ’ άλογο της φιλομάθειάς μας (καλό, ε;) πήγαμε στην Ξάνθη, όπου πρέπει να σας πω ότι πολύ μεγάλη εντύπωση μου έκανε η φωνή του μουεζίνη, που καλούσε τους μουσουλμάνους σε προσευχή. Δεν είχα ξανακούσει κι ήταν πολύ περίεργη η αίσθηση που σου άφηνε, λίγο σα να είσαι σε ξένη χώρα, αλλά, όχι, είσαι στη χώρα σου, μόνο που εδώ ζουν κι άλλοι, λίγο διαφορετικοί από σένα κι όμως τόσο ίδιοι. Γενικώς, η Ξάνθη ήταν λίγο μια άλλη χώρα, πολύ ατμοσφαιρική κι εντελώς χειμωνιάτικη πόλη.
Από την Καβάλα και θαυμάζοντας τη μαγευτική μακεδονική φύση, με τα πορτοκαλί και τα καφετιά που δεν τα βάζει ο νους και τις καταπράσινες πεδιάδες δροσισμένες από τη βροχή και γάργαρα νερά να ακούγονται παντού (και να μας υποχρεώνουν σε αμέτρητες στάσεις για τουαλέτα, στις οποίες μετά την τουαλέτα έπαιρναν καφέ να πιουν, είναι λογικό τώρα αυτό;), φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Τι να πω τώρα εγώ για τη Θεσσαλονίκη; Ας μην πω τίποτε, διότι θα με βρίσουν όλοι-μα γιατί η συνήθης κατάληξη είναι να με βρίζουν; Μήπως πρέπει να το προσέξω;
Βασικά, αυτό που έμεινε στους περισσότερους από τη Θεσσαλονίκη είναι οι εκκλησιές, σάμπως είδαμε και τίποτε άλλο; Κάτι ανάκτορα εκεί του Γαλερίου, τι να φτουρήσουν, άμα έχεις φάει στη μάπα καμιά 10-15 εκκλησιές; Επίσης, αυτό που έμεινε σε όλους μας είναι ένα άδειο πορτοφόλι, διότι και ψώνια να μην κάνεις (μα, κύριε Ζάρα μου, είναι δυνατόν, μας έχετε καταστρέψει με όλα αυτά τα ωραία σας, εσείς κι ο κύριος Μάνγκος, απαπά, φωτιά είστε!), ένα τσουρέκι, μια κρέπα, έναν καφέ, ένα κάτι θα το φας! Όπως καταλαβαίνετε, και άφραγκες και χοντρές, μεγάλη πίκρα. Επιπλέον, εγώ έφαγα και τη φλασιά με τον κοινωνικό κύκλο που γλαφυρά σας περιέγραψα και με έβρισε κι η καλή μου φιλενάδα Δώρα, η οποία όμως διόλου δεν εκτίμησε το γεγονός ότι αγόγγυστα την ακολούθησα σε κάτι εγκαίνια ενός πολυχώρου τέχνης, απ’ αυτούς που μόνο στη Θεσσαλονίκη βρίσκεις πια, νομίζω.
Δεν πειράζει, όμως, πολύ ωραία περάσαμε στη Θεσσαλονίκη, η οποία κατά γενική ομολογία είναι αγαπημένη πόλη: όλη μέρα τριγυρίζαμε και μας φυσούσε ο αέρας, μας θαύμαζαν τ’ αγόρια, χανόμασταν στο πλήθος, εγώ τους έδειχνα τα πάντα και τους έσπασα τα νεύρα, μπαινοβγαίναμε στα μαγαζιά και δοκιμάζαμε ρούχα, χαζεύαμε στα βιβλιοπωλεία, μυρίζαμε τα τσουρέκια, ήταν θαύμα όπως πάντα! Συν το ότι εγώ έκανα χρήση του δικαιώματός μου να μείνω στο σπίτι της αδελφής μου κι έτσι γλίτωσα το μέτριο έως άθλιο ξενοδοχείο με το τουλάχιστον υπαινικτικό όνομα Telioni…
Αφού μετρήσαμε όλες τις εκκλησίες της Θεσσαλονίκης και πατήσαμε κάθε ιερό πλακάκι των φοιτητικών μου χρόνων, πήγαμε στη Βέροια, όπου ήταν η βάση μας για διάφορες εξορμήσεις αρχαιολογικής, εννοείται, φύσεως κι όπου φάγαμε το κρύο της αρκούδας, σκοτώσαμε τα γνωστά πλέον αρθρόποδα-συγκατοίκους (Ελένη, ήρθε η ώρα να σου το πω: το πρώτο βράδυ βρήκα ένα έντομο και το εξουδετέρωσα, η Βίβιαν ήταν στο δωμάτιο, τυχαίο; Δε νομίζω!) και παίξαμε Jungle Speed, ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, στο οποίο είμαι κορυφή, ό, τι και να λέει ο φίλος Μιχάλης. Πήγαμε στη Βεργίνα, στην Πέλλα, στο Δίον, πολύ ωραίοι χώροι όλοι, με δέντρα, φυσικά, και τα απαραίτητα ερείπια. Χορτάσαμε βροχή και μακεδονικούς τάφους, α, ναι, δεν έχουμε παράπονο, από τάφους είμαστε πλήρεις.
Εμένα, βέβαια, λίγο άρρωστο μου φαίνεται αυτό, που χαιρόμαστε με τους τάφους, σαν τους τυμβωρύχους κι αντί ν’ αφήσουμε τους ανθρώπους ήσυχους στην αιωνιότητά τους, εμείς πάμε και τα ανασκαλεύουμε, όπως εκείνον τον τάφο της Κρίσεως, όπως λέγεται, με μια θαυμάσια τοιχογραφία στην πρόσοψή του, όπου προφανώς νευρίασε ο κάτοχος του τάφου: την πλήρωσε η Εύη, η οποία γλίστρησε η κακομοίρα και πήρε μια τούμπα, πολύ φτηνά το γλίτωσε το σπασμένο κεφάλι. Κι αυτό χάρη στα μαλλιά του Γιώργου, από τα οποία πιάστηκε κατά την πτώση, ευτυχώς που ήταν εκεί ο Γιώργος που έχει μαλλιά, διότι έτσι κι είχε πετύχει κανέναν άλλον από τους συμμαθητές μας, εκεί θα είχε μείνει…
Ύστερα από όλα αυτά κι επειδή είχαν περάσει ήδη 2 εβδομάδες, οι Κορφιάτες είχανε πάθει στερητικό σύνδρομο (είμαι σίγουρη που κάποιοι από αυτούς έχουν μαζί τους ομοίωμα του φρουρίου και εννοείται εικονίτσα τ’ αγιού και το βράδυ τα βάζουν κάτω από το μαξιλάρι τους για να κοιμηθούν) και είχανε τελειώσει τα καθαρά ρούχα σε όλους και όχι μόνο στους συνήθεις υπόπτους, γυρίσαμε, άφραγκοι, κουρασμένοι, αφυδατωμένοι, αλλά κατά τι σοφότεροι και σίγουρα πανέτοιμοι για το επόμενο ταξίδι (μόνο τα πλυντήρια να βάλω, παιδιά, και φύγαμε!).