Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

Δαμάζοντας τα κύματα...

Δεν είχα υπολογιστή, γιατί ταξίδευα για την αγαπημένη μου πόλη-όχι το Τόκυο, την άλλη αγαπημένη μου πόλη, τη Θεσσαλονίκη, οπότε έγραψα αυτό το ομολογουμένως λίγο πιο χαρούμενο από το προηγούμενο άρθρο σ’ ένα τετράδιο, πολύ ευχάριστο, με εικόνες από ασπρόμαυρες ταινίες, όπου φιλιούνται διάφοροι παλιοί πανέμορφοι ηθοποιοί.
Το κατάλληλο τετράδιο για να γράψεις ένα άρθρο για τον έρωτα.
Επίσης, είναι καλό καμιά φορά να γράφεις και στο χέρι, γυρνάς λίγο πίσω κι ίσως μπορέσεις να θυμηθείς πράγματα από το παρελθόν: πώς συναντιόσουν με τους φίλους σου πριν έρθουν τα κινητά-τυχαία; Είχαμε όλοι το κληρονομικό χάρισμα της ενόρασης; Δεν το καταλαβαίνω, τώρα γιατί πρέπει να μιλήσουμε 14 φορές πριν το ραντεβού;
Ξεφεύγω, όμως, και το θέμα μας είναι ο έρωτας. Ο έρωτας, που λέτε, φίλοι μου, πιστεύω, τον αλλάζει τον άνθρωπο. Τον κάνει πιο ήρεμο, προσηνή, γαλήνιο, ευχάριστο (σχετικά), να χαμογελά περισσότερο και να μιλά καλύτερα (τον φυσιολογικό άνθρωπο. Διότι τον βλαμμένο δεν τον σώζει ούτε ο έρωτας ούτε ο Δαλάι Λάμα ούτε τίποτα).
Και το λέω αυτό, διότι τελευταία βλέπω διάφορους έρωτες τριγύρω μου να γεννιούνται και να ανθίζουν και να κάνουν όλα αυτά που συνήθως κάνει ένας έρωτας. Και παράλληλα βλέπω διάφορους ερωτευμένους φίλους μου (ξέρουν αυτοί, δεν θα τους δώσω τώρα στεγνά) να παθαίνουν όλα τα προαναφερθέντα.
Εγώ; Α, εγώ είμαι μονίμως ερωτευμένη (με το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου, πρέπει να ξέρετε, είναι σαν αυτούς τους παλιούς ηθοποιούς που σας έλεγα) και γι’ αυτό δεν παρατηρούνται αλλαγές επάνω μου: χαμογελάω ηλιθιωδώς και χαχανίζω αδιακρίτως, σαν τη Γιαδικιάρογλου, από γεννησιμιού μου, διότι και πριν το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου, εγώ ερωτευόμουν σε εβδομαδιαία βάση.
Τέλοσπαντων, εντάξει, δεν ήταν όλα αυτά έρωτες, καθώς, ο πραγματικός έρωτας όταν έρθει, αντίθετα με ό, τι πιστεύεται, δεν τον καταλαβαίνεις, διότι σε βαράει κατακέφαλα, είτε σιγά σιγά και ύπουλα είτε άμεσα και δραστικά, δεν έχει σημασία, το κατακέφαλα παραμένει: σου διαλύει την αντίληψη, σου κόβει τα γόνατα και σου αλλάζει τον αδόξαστο γενικώς.
Και μετά, μένεις εκεί ξέπνοος, προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις το τσουνάμι που σε πέτυχε και να το διαχειριστείς. Σιγά. Άμα ξέρετε εσείς κανέναν που να το διαχειρίστηκε, να μου τον δείξετε.
Αδύνατον να διαχειριστείς ένα τσουνάμι. Δεν μπορείς να το αποφύγεις ούτε να του κρυφτείς, να το ξεγελάσεις, δεν μπορείς να κοροϊδέψεις κανέναν (το χρόνο ή τον εαυτό σου). Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κάθεσαι σαν το βλάκα μπροστά στην οθόνη του 131 και να κοιτάς τη διεύθυνση και το τηλέφωνό του: τα έκανα αυτά όταν δούλευα εκεί, πατούσα το κουμπί που έλεγε ότι δεν δεχόμουν κλήσεις και για κάνα δεκάλεπτο κοιτούσα.
Τέλοσπαντων, όταν δεν κάνεις τέτοιες βλακείες κι όταν τα καταφέρνεις και συγκρατείσαι να μην κλάψεις με τη Μαρία την άσχημη επειδή βρίσκεις παραλληλισμούς ανάμεσα στη δική σου και τη δική της ερωτική ιστορία (βασικά, βρίσκεις παραλληλισμούς ανάμεσα στη δική σου και σε οποιαδήποτε ερωτική ιστορία και κυρίως στις τραγικές, Ρωμαίος κι Ιουλιέτα, Δάφνις και Χλόη κι άλλα τέτοια), το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τον ζήσεις τον έρωτά σου.
Άλλωστε, και με τα κύματα πιο εύκολο είναι να βουλιάξεις μέσα τους παρά να τα αφήσεις να σπάσουν πάνω σου ή να τα δαμάσεις: είδατε ο Λαρς φον Τρίερ τι έπαθε. Και μετά, με όσο κουράγιο σου έχει απομείνει, να ξεκινήσεις για «νέες ήττες, για νέες συντριβές».

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Πίκρα.

Εντάξει, προσέξτε τώρα τι έχω πάθει: έχω ένα άρθρο στο τετράδιό μου έτοιμο, διότι δεν είμαι σπίτι κι εκεί που είμαι δεν έχω ίντερνετ, οπότε το έγραψα στο τετράδιό μου ταξιδεύοντας.
Πλην, όμως, τώρα έχουν γίνει πάρα πολλά πράγματα και είναι παντελώς άκυρο να ανεβάσω ένα άσχετο άρθρο, το οποίο είναι και για τον έρωτα (ακόμα πιο άσχετο θέμα). Λέω, λοιπόν, να γράψω τους διάφορους πόνους που έχω εγώ και οι γύρω μου και να είμαι μέσα στο κλίμα.
Καταρχήν, η Ρενάτα δίνει αύριο κάτι πολύ σημαντικές εξετάσεις και τώρα μάλλον τα 'χει παίξει από το άγχος εγώ δεν είμαι εκεί, καλά, γενικώς, υπάρχει αυτό το πρόβλημα: ποτέ δεν είμαι κάπου όταν πραγματικά πρέπει, είμαι μόνο όταν δεν χρειάζεται και πάρα πολύ, αλλά δεν θα το κάνω θέμα τώρα.
Επίσης, ήρθα στην πόλη μου μετά από 3 χρόνια περίπου και διαπίστωσα τα εξής εξαιρετικά απογοητευτικά πράγματα: 1. οι παλιοί μου φίλοι έχουν κάνει καινούργιους φίλους, τους οποίους εγώ δεν ξέρω. 2. ο κοινωνικός κύκλος μου έχει συρρικνωθεί έως έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. 3. η Δώρα αγχώθηκε διότι δεν της έχω εκθέσει τα σχέδιά μου για το μέλλον, με τα οποία έτσι κι αλλιώς δε νομίζω να συμφωνήσει.
Σε γενικές γραμμές, νιώθω για άλλη μια φορά ελαφρώς πρόσφυγας. Που είμαι, που θα επιστρέψω, από που θα φύγω και που θα καταλήξω τελικά; Έχω και το Γιάννη, ο οποίος παθαίνει κάτι παραπλήσιο σε υστερική κρίση όταν λέω τη φράση "σπίτι μας", τι θα κάνω, δεν ξέρω.
Να γράψω, λοιπόν, για όλα αυτά ή να ανεβάσω το έτοιμο, χαλαρό και χαριτωμένο άρθρο για τον έρωτα; Οέο;
Εν πάση περιπτώσει, θα το αφήσω φλου το θέμα. Υποθέτω πως όλα θα πάρουν μόνα τους το δρόμο τους. Θα συνεχίσω τώρα την εκδρομή μου στη Μακεδονία κι όταν γυρίσω, θα σας πω τι έγινε να γελάσετε.

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Οι καλοί και οι φελλοί

Κυριακή πρωί, κάνει μαύρο ψόφο κι έχω ξετρυπώσει μια μάλλινη γκρι ζακέτα, υπέρκομψη, δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο ταιριάζει με τη φόρμα μου! Ενδεδυμένη καταλλήλως, λοιπόν, και εννοείται με μαλλιά σαν τον κήπο της τρελής, κάθομαι να μελετήσω Βυζαντινή Αρχαιολογία: αδύνατον.
Αγαπητή Ελένη, αν διαβάσεις την ανάρτηση, θα ξέρεις τι σε περιμένει αύριο. Αν όχι, τόσο το χειρότερο.(Η Ελένη είναι η καθηγήτριά μου της Βυζαντινής Αρχαιολογίας, που θα με εξετάσει αύριο, η δύσμοιρη).
Αδύνατον, παιδιά, να διαβάσω. Διότι, πρώτον, έχω βαρεθεί στη ζωή μου να διαβάζω και, δεύτερον, έχω ήδη το bloody πτυχίο της Αρχαιολογίας, το έχω, να μη σας νοιάζει πως το απέκτησα, το θέμα είναι ότι κανείς δεν μπορεί να μου το πάρει πίσω, για ποιο λόγο πρέπει να ξαναδώσω τις ίδιες εξετάσεις για να γίνω ξεναγός, ε;
Αλλά, βέβαια, που πάει ο ξεναγός άμα δεν ξέρει τι είναι το ημιχώνιο και τι είναι η ημικυλινδρική καμάρα, άσε πια το αυτονόητο του σύνθετου οκταγωνικού και της ογκηρής τεχνοτροπίας.
Εν πάση περιπτώσει, δε σας ενδιαφέρουν όλες αυτές οι άγνωστες λέξεις, που μερικοί ίσως τις περάσατε και για βρισιές (εγώ δε σε είπα ημιχώνιο ποτέ), απλά χρησιμοποιώ αυτό το αίσθημα της ματαιότητος που μου δημιουργούν εμένα αυτές οι εξετάσεις ως έναυσμα (αγαπημένη λέξη) για άλλο ένα παραλήρημα-άρθρο. Αυτή τη ματαιότητα, λοιπόν, προφανώς τη νιώθουν πάρα πολλοί άνθρωποι, νέοι ή όχι και τόσο νέοι, στην Ελλάδα και σε διάφορα επίπεδα ή εκφάνσεις της ζωής τους και γι’ αυτό παίρνουν των ομματιών τους και ξενιτεύονται.
Είχε, λέει, το προηγούμενο ΒΗΜagazino δημοσιεύσει τις ιστορίες 8 ελλήνων που έχουν βρει δουλειά και καταφύγιο στη Βαρκελώνη. Επίσης, έχει δημοσιευτεί έρευνα σχετική με τους γιατρούς στη Σουηδία: περισσότεροι από τους μισούς είναι μη Σουηδοί, με πάρα πολλούς από αυτούς να είναι Έλληνες. Για την ακρίβεια, οι Έλληνες γιατροί στη Σουηδία είναι όσοι και οι Γερμανοί γιατροί στη Σουηδία, τη στιγμή που η Ελλάδα έχει περί τα 11 εκ. πληθυσμό, ενώ η Γερμανία πόσο, δεν ξέρω, καμιά 7-8 φορές παραπάνω; Και, βέβαια, πέρα από τις δημοσιευμένες έρευνες και ιστορίες, εσείς οι ίδιοι πόσους γνωστούς έχετε που ζουν στα εξωτερικά ή που πολύ θα ήθελαν; Εγώ, πάντως, ανησυχητικά πολλούς. Όλοι αυτοί έφυγαν ή επιθυμούν διακαώς να φύγουν από αυτή την άθλια χώρα. Άριστα έπραξαν, μολονότι όπου και να πάνε, η Ελλάδα θα τους προδίδει, όπως είχε πει κι εκείνος ο άλλος, φίλε μου.
Άριστα έπραξαν, διότι εκεί που πήγαν ζούνε καλύτερα, αν και τους λείπουν οι σκεπές της Ελλάδας, που λέει κι ο Μηνάς, παίρνουν τα λεφτά που τους αξίζουν, βοηθάνε όσο θα ήθελαν την οικογένειά τους, έχουν καλούς συνεργάτες, ωραίο περιβάλλον, ασφάλεια και πάρα πολλά άλλα πράγματα, αναγνώριση, επιβράβευση, και δεν ξέρω τι άλλο, διότι εγώ ουδέποτε έζησα στο εξωτερικό, πλην εκείνων των ημερών στο Τόκυο, όπου πράγματι τα είχα αυτά όλα.
Αυτή είναι η μία πλευρά.
Την άλλη πλευρά την εξέθεσε ο Αλκίνοος Ιωαννίδης σε μια συνέντευξη στο 7 της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας: «Θα κάτσω εδώ, να δεχτώ το δώρο της ταπείνωσης (…) του ανθρώπου που, ενώ μικρός ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, στη δύσκολη στιγμή δεν μπορεί ούτε τη γειτονιά του να κάνει καλύτερη. Εδώ, λοιπόν, να με δω στην πράξη. Γιατί στα λόγια υπήρξα αρκετά καλός…», λέει ο Αλκίνοος. Εντάξει, μην αρχίσετε τη γκρίνια, ναι, άνθρωποι σαν αυτόν μιλάνε ελαφρώς εκ του ασφαλούς, αλλά εδώ θα με βρει σύμφωνη.
Κι εγώ εδώ θα κάτσω, φίλοι μου(όχι ότι μπορώ να κάνω κι αλλιώς δηλαδή, εκ του ασφαλούς κι εγώ, καμιά πρόταση δε μου έχει γίνει από τα εξωτερικά), να μας δω στην πράξη. Εδώ, να παίρνω τα ελάχιστα χρήματα για τη δουλειά μου, να ξεσκίζομαι στο διάβασμα για το τίποτα ίσως, να δουλεύω (αν δουλεύω) 42 ώρες το 24ωρο ίσα για να επιβιώνω, να τρέμω το σουπερμάρκετ, να μετράω ένσημα λες κι είναι λίρες. Αλλά, αν φύγουμε, ρε παιδιά, όλοι οι καλοί, τι θα γίνει; Θα βουλιάξει αυτή η χώρα, διότι πολλοί φελλοί μαζί κάνουν βάρος. Όχι, όχι, εγώ θα κάτσω εδώ, να δω τι μπορώ να κάνω κι αν το μόνο που θα μπορέσω είναι απλά να υπάρχω, θα το κάνω όσο καλύτερα γίνεται.
Αλλά δεν πιστεύω ότι αυτό είναι το μόνο που θα μπορέσω. Ξέρετε κάτι; Εντάξει, δε φταίμε εμείς για ότι έγινε και για το πόσο σκατά έχουνε πάει όλα στην Ελλάδα. Αλλά, αν όλα είχανε πάει άριστα και τώρα ήταν η Ελλάδα δίχως οικονομική κρίση, δίχως χρέη, δίχως προβλήματα, δίχως τίποτε, δε θα καθόμασταν εδώ να απολαμβάνουμε τους καρπούς; Έτσι και τώρα, να κάτσουμε εδώ, να βοηθήσουμε στη λύση. Όταν ζεις σε μια ομάδα, σε ένα σύνολο μέσα, δεν γίνεται να λες ότι εγώ θα είμαι μέλος μόνο τις καλές στιγμές. Αλλιώτικα, μην είσαι καθόλου μέλος. Κι αυτό θεμιτό. Το αθέμιτο είναι να είσαι μέλος όποτε σε βολεύει.
Κι αφού είπα αυτά τα βαρυσήμαντα, πάω τώρα να διαβάσω Βυζαντινή Αρχαιολογία και να γίνω μια καταπληκτική ξεναγός, που θα φέρει πολλούς τουρίστες στην Ελλάδα, γιατί την υπεραγαπά και δε θέλει με τίποτα να την αφήσει στη μοίρα της.

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Θεόφιλε, ζούμε για να σε δούμε!

Δεν ξέρω αν ψάχνατε την εβδομαδιαία μου ανάρτηση, ελπίζω να την ψάχνατε, διότι αλλιώς τι κάνουμε εδώ πέρα, πάντως έλειπα. Τώρα, λοιπόν, που γύρισα, μπορώ να αφιερωθώ ψυχή τε και σώματι στην αγαπημένη μου ενασχόληση: να γράφω στο blog μου και να χαζεύω πόσες φορές είδανε το προφίλ μου και να παλεύω να βάλω αυτή τη ρημάδα τη ροή διαδικτυακού τόπου, που, παρεμπιπτόντως, αν ξέρει κανείς πώς, ας μου πει.
Φυσικά, μαντεύετε που είχα πάει: εκδρομή με την αγαπημένη μου σχολή, ναι, ξέρω πόσο όλοι ανυπομονείτε για την περιγραφή των περιπετειών των ιπτάμενων ξεναγών! Κοιτάξτε όμως τι έχω πάθει: όλοι θέλουν να μπουν σ’ αυτό το blog, δεν ξέρω γιατί, εγώ δεν το έχω και για πολύ καλό κι όπως είπα και στην Ευδοκία, που θα γκρινιάξει τώρα γιατί δεν θέλει να τη λένε έτσι, ας μην ελπίζουν σε μένα για τα 15 λεπτά δημοσιότητας που τους αναλογούν, γιατί σωθήκανε.
Αυτή τη φορά πήγαμε στο Βορειοανατολικό Αιγαίο, δηλαδή στη Λήμνο, τη Λέσβο και τη Χίο. Α, πάρα πολύ ωραία νησιά, με ευχάριστη ατμόσφαιρα και πράσινες πεδιάδες, με ούζα, μαστίχες, ποιήτριες, κλπ, αλλά πάνω απ’ όλα με το προνόμιο να είναι η κοιτίδα των λεγόμενων πολιτισμών του ΒΑ Αιγαίου, οι οποίοι υπήρξανε εκεί περί τις 3.000 χρόνια πριν από σήμερα. Αυτοί οι πολιτισμοί, που λέτε, καταπληκτικοί πολιτισμοί, πολύ ευφάνταστοι, από τους πρώτους στον ελλαδικό χώρο, εφευρετικοί άνθρωποι, με εμπορικό δαιμόνιο και άριστες σχέσεις με τους απέναντι, κάτι που επ’ ουδενί δεν ισχύει για τους σημερινούς κατοίκους του ελλαδικού χώρου. Εντάξει, να σας πω, εκείνοι οι παλιοί κάτι παραπάνω θα ξέρανε, λέω εγώ με το φτωχό μου μυαλό, εμείς σήμερα για ποιόν λόγο ακριβώς τρωγόμαστε σαν τα σκυλιά;
Τέλοσπαντων, ας μην υπεισέλθω, διότι θα με βρείτε σε κάνα χαντάκι, ξεκινήσαμε, λοιπόν, από τη Λήμνο, πράγμα που σημαίνει ότι γλιτώσαμε την Αθήνα και τη διαδρομή του μαρτυρίου. Αντ’ αυτού, έπρεπε να πάμε στη Θεσσαλονίκη για να πάρουμε το καραβάκι για το νησί. Το οποίο καραβάκι λέγεται Θεόφιλος κι υπάρχει και πλέει από το σωτήριον έτος 1975. Επιπλέον, επειδή έχει την κακή συνήθεια να κοπανάει στα λιμάνια κατά το παρκάρισμα, έχει πάρει το παρατσούκλι Θεότυφλος. Συν το ότι θα ταξιδεύαμε μέσα στη μαύρη νύχτα, όλα αυτά μαζί μας έκαναν να νοσταλγήσουμε τις μπριζόλες της Αμφιλοχίας. Για να μην πεινάσουμε, λοιπόν, πάνω στο καράβι κι αναγκαστούμε να φάμε αυτά τα μαυρογκαγκανιασμένα καραβίσια τοστ κι επειδή είχαμε δικαίωμα φαγητού αξίας 9 ευρώ ανά άτομο, τα οποία έπρεπε να χαλάσουμε ΟΛΑ, μόλις φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, η Βίβιαν κι εγώ πήγαμε να πάρουμε πίτσες και σάντουιτς, όπου, εντάξει, το παρακάναμε λίγο: 3 πίτσες και 3 σάντουιτς, μαζί με τα (κλεμμένα) κεκάκια από την καφετέρια και 3 κουτιά με τσουρέκια και τρίγωνα που μας είχε φέρει ο μπαμπάς της Νατάσας, κι όλα αυτά για 6 άτομα. Χμμ. Εντάξει, πόσο σίγουρες ήμασταν ότι δεν θα καταλήγαμε σε καμιά άγνωστη βραχονησίδα, όπου εκτός από διπλωματικό επεισόδιο, θα δημιουργούνταν κι ένα μεγάλο κενό στο στομάχι μας, ε, πόσο;(Περιττό να σας πω ότι τρώγαμε πίτσες και τσουρέκι για 4 μέρες.)
Τρώγοντας, λοιπόν, και κοιμώμενες στις πάρα πολύ βολικές πολυθρόνες του Θεόφιλου, εφτάσαμε στη Λήμνο, όπου πήγαμε καταρχήν στην Πολιόχνη, προϊστορικός οικισμός, μη με ρωτήσετε χρονολόγηση, ποτέ δεν την έμαθα, το μόνο που ξέρω είναι ότι είναι χτισμένος σε έναν πανέμορφο λόφο με αέρα και θάλασσα (εμείς γιατί χτίζουμε τις πόλεις μας σε γούβες;) και ότι εκεί υπάρχει, λέει, το πρώτο κοινοβούλιο στην Ευρώπη, όπου κοινοβούλιο λένε τα υπολείμματα ενός κτιρίου μέσα στο οποίο υπάρχουν καθίσματα για τους βουλευόμενους, τι να πω, μεγάλη φαντασία έχουν αυτοί οι αρχαιολόγοι καμιά φορά. Έπειτα, και αφού κοντέψαμε να σκοτωθούμε για να μπούμε σε μια σπηλιά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ντε και καλά, λες και δεν είχαμε ξαναβουτήξει τα πόδια μας στη θάλασσα, πήγαμε να φάμε. Παιδιά μου, τι φαΐ ήταν εκείνο! Κάτι πιατέλες δυο στρέμματα με άπειρα ορεκτικά και μετά κάτι βουνά από καλαμαράκια και στο τέλος λουκουμάδες ζεστοί, έχουμε να το λέμε, έτσι δεν έχουμε ξαναφάει κι ας έχουμε γυρίσει όλη την Ελλάδα.
Είχαμε ήδη πάρει 2 κιλά έκαστος, όπως καταλαβαίνετε, και καλύτερα που φύγαμε από τη Λήμνο και πήγαμε στη Λέσβο, εννοείται πάλι με το Θεόφιλο, για να μη χαλαρώνουμε! Βέβαια, και στη Λέσβο που πήγαμε, ένα ουζάκι εδώ, ένα μεζεδάκι εκεί, καταστραφήκαμε πάλι. Εκεί είδαμε καταρχήν τη μαγευτική πόλη της Μυτιλήνης, όπου όλοι θέλαμε να αγοράσουμε ένα σπίτι, διότι όλοι οι Μυτιληνιοί ήσαν καραβοκύρηδες κι έχτιζαν κάτι αρχοντικά, άλλο πράγμα! Κι επειδή ο γείτονας ήθελε να μπει στο μάτι του γειτόνου, το ένα ήταν καλύτερο από το άλλο. Εγώ πήρα ένα απομακρυσμένο: η Ελένη γκρίνιαζε ότι πάλι γειτόνισσα θα με έχει. Επίσης, είδαμε τις ναΐφ ζωγραφιές του Θεόφιλου, με ψαράδες και ωραία χρώματα και απλές, κατανοητές και ευχάριστες, η χαρά της ζωής, βρε παιδί μου, φτάνει πια με τους μουρτζούφλικους πίνακες! Σε κάποιο σημείο του νησιού δε, σώζεται ακόμα πάνω στον τοίχο όπου τη ζωγράφισε μια εικόνα του Θεόφιλου κι εκεί ένας επίδοξος και φιλόδοξος ποιητής έχει γράψει τον ύμνο του για τον καλλιτέχνη. Δεν αντέχω να μη σας παραθέσω μια στροφή:
Θεόφιλε, μας έλειψες κι όλοι σ’ αναζητούμε,
μα είν’ αργά, πολύ αργά για να σε ξαναδούμε.
Υπήρχες κάποτε στη γη σα λαϊκός ζωγράφος,
δούλευες αμερόληπτα με ζήλο και με πάθος.
Τέλοσπαντων, έτσι πήγαινε όλο το ποίημα, είναι τα αγαπημένα μου αυτά με τις εμπνευσμένες ρίμες.
Πριν πάμε εκεί με τη ζωγραφιά και το ποίημα, ξέχασα να σας πω, επισκεφτήκαμε ένα γλυκό ορεινό χωριό, την Αγιάσσω, κι ήπιαμε ωραίο ελληνικό καφέ σε ζωγραφιστά φλιτζανάκια, τα οποία η Μαριλένα έβαζε στη σειρά και φωτογράφιζε το art de la table, τους έχω κολλήσει όλους με τις καλλιτεχνικές φωτογραφίες, χα!
Αφήσαμε τη Μυτιλήνη και το ωραιότατο ξενοδοχείο όπου μέναμε και στο οποίο η Βίβιαν ξαναβρήκε κατσαρίδες, α, δεν εξηγείται μόνο αυτή να βρίσκει, τις φέρνει μαζί της, μέσα στη βαλίτσα, και πλεύσαμε στη Χίο, φυσικά με το Θεόφιλο, τι χαζά είναι αυτά που ρωτάτε, έχει, βρε, άλλο καράβι σαν το Θεόφιλο; Τώρα, στη Χίο εγώ έχω περάσει μερικές από τις πιο ωραίες μέρες της ζωής μου, είχα και κάτι Χιώτες φίλους, την αγαπώ πολύ, αλλά η αλήθεια είναι πως μετά τη Μυτιλήνη δεν άρεσε η Χίος σε κανέναν. Ευτυχώς που μέναμε σε καλό ξενοδοχείο, με θέα και ανατολές κλπ, αλλιώτικα θα μας έσπαγαν στη γκρίνια. Εκεί, στη Χίο, έχει ένα χωριό, τα Μεστά, που είναι σα να έχει βγει από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, όλο πέτρινο, με καμάρες και καστροσπιτάκια και πλακόστρωτα για να τρέχουν τα αλογάκια των ιπποτών, κι εμείς κάναμε τις πυργοδέσποινες. Όταν, όμως, γυρίσαμε στο ξενοδοχείο κι ήρθε η ώρα να ξεκουράσουμε τα πονεμένα μας πόδια, ευχήθηκα να είχα ένα Ορκ μαζί μου: οι συγκάτοικοί μου ελύσσαξαν εκείνο το βράδυ, χαχάνιζαν και τσίριζαν, μου κρύβανε τα παπούτσια, με φωτογράφιζαν ενώ κοιμόμουν, όλο κάτι τέτοιες βλακείες. Αλλά αυτά παθαίνεις άμα δεν έχεις πάει ποτέ κατασκήνωση, ό,τι δεν έκανες τότε, τα κάνεις τώρα. Έπρεπε να το φωνάξω τελικά εκείνο το Ορκ.
Εν πάση περιπτώσει, τη γλίτωσαν και μετά φύγαμε, με αεροπλάνο! Να φανταστείτε, κάτι μούτσοι από το Θεόφιλο έπαιρναν τηλέφωνο διότι απόρησαν που είχαμε τόσες μέρες να φανούμε, εμείς όμως είμαστε, όπως έχω πει, ιπτάμενοι ξεναγοί, και σαν τέτοιοι, πετάξαμε μακριά για άλλες περιπέτειες…